Το εξαφανισμένο τείχος κι εμείς
ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ
Ο Λένιν γκρεμίζεται από τις πλατείες, τεράστιες αφίσες της κόκα κόλα καλύπτουν τους τοίχους, διαφημιστικά αερόστατα τσιγάρων με το μότο «Taste The West» πετούν στον ουρανό του Ανατολικού Βερολίνου, ενώ οι Μερτσέντες και οι BMW, παρότι σκουριασμένες από την ακινησία στις μάντρες της απόσυρσης, κερδίζουν κατά κράτος το ολοκαίνουργιο Τράμπαντ. «Τι είναι όλα αυτά, Αλεξ;» ρωτάει η μαμά. «Τίποτα» την καθησυχάζει ο Αλεξ. «Δυτικογερμανοί άνεργοι κατάλαβαν τα ψέματα της καπιταλιστικής προπαγάνδας και έρχονται κατά χιλιάδες στη σοσιαλιστική μας κοινωνία». Η μητέρα του νεαρού Aλεξ, σκληροπυρηνική κομμουνίστρια, ξυπνάει από κώμα μηνών, σε έναν άλλο κόσμο. Το Τείχος του Βερολίνου έχει πέσει, η επανένωση των δύο Γερμανιών είναι γεγονός, αλλά οι γιατροί συστήνουν: «Προς Θεού, μην την ταράξετε, κάθε συγκίνηση θα είναι μοιραία»...
Η αλληγορική και συγκινητική κωμωδία «Good Bye Lenin» (2003) του Βόλφγκανγκ Μπέκερ, από τις μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες, όπου κι αν προβλήθηκε, γεννήθηκε δύο με τρία χρόνια αφότου έπεσε το Τείχος. «Τότε όμως δεν θα προκαλούσε ενδιαφέρον. Η γερμανική τηλεόραση, οι εφημερίδες, όλη η ζωή είχε κορεστεί από την ενοποίηση. Χρειάζεται να περάσει χρόνος για να μπορέσεις να μιλήσεις με ειρωνικό τρόπο, ελεύθερα και χιουμοριστικά», λέει ο σκηνοθέτης.
Τρία χρόνια αργότερα (2006), εμφανίζονται «Οι ζωές των άλλων» και κάνουν θραύση. Ο σκηνοθέτης Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ βραβεύεται με το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Ο πράκτορας Βίσλερ, με το παγωμένο βλέμμα, τη σιδηρά πειθαρχία και τον άκαμπτο αυτοματισμό, που υποκλέπτει τηλεφωνικές συνομιλίες, αρχίζει να «λιώνει» όταν μπαίνει στη «ζωή των άλλων», όταν έρχεται σε επαφή με την τέχνη, τον έρωτα, τη φιλία, την αγάπη. Ο σκηνοθέτης πυροδοτεί τον μηχανισμό, στην ασφυκτική ατμόσφαιρα του Ανατολικού Βερολίνου του 1984, εκ των έσω. Το βλέμμα του διαπερνά αριστοτεχνικά την επιφάνεια αυτής της εποπτευόμενης κοινωνίας (από 100.000 υπαλλήλους και 200.000 πληροφοριοδότες της Στάζι) που στηρίζεται πάνω στην ανθρώπινη αδυναμία, μετατρέποντας τον κάθε πολίτη σε υποψήφιο ύποπτο.
Ο Φον Ντόνερσμαρκ έχει πει για την προετοιμασία της ταινίας: «Επισκέφτηκα πολλά μέρη όπου ακόμη μπορείς να αισθανθείς το πνεύμα του παρελθόντος... Υπάρχουν μέρη που είναι σε θέση να αποθηκεύσουν συναισθήματα πολύ καλά, και αυτές οι επισκέψεις μου έδωσαν περισσότερα από όλα τα βιβλία που προφανώς διάβασα και τα ντοκιμαντέρ που παρακολούθησα. Αυτό που έπαιξε όμως καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της θέσης μου ήταν οι συζητήσεις με τους αυτόπτες μάρτυρες, από επικεφαλής της Στάζι ώς τις ιερόδουλες και ανθρώπους που πέρασαν δύο χρόνια στα κέντρα κράτησης της Στάζι».
Στη δεκαετία του ’80 στην Ανατολική Γερμανία διαδραματίζεται και η βραβευμένη «Barbara» (2012) του Κρίστιαν Πέτσολντ, ενός από τους σημαντικότερους Γερμανούς δημιουργούς του ευρωπαϊκού σινεμά. Πραγματεύεται την ιστορία μιας νεαρής γιατρού, αποφασισμένης να περάσει στην άλλη πλευρά που Τείχους. «Ηταν μια εποχή κρίσης που μπορεί να παραπέμψει στη σημερινή κατάσταση, όπου βιώνουμε την κατάρρευση ενός, όπως νομίζαμε, ασφαλούς συστήματος», σημειώνει ο σκηνοθέτης. Η «Κ» έθεσε στον Κρίστιαν Πέτσολντ δύο ερωτήματα και εκείνος απάντησε πυκνά και αλληγορικά:
– Τριάντα χρόνια μετά την πτώση, τι έχει απομείνει από το Τείχος; Πού, εσείς, προσωπικά, ανιχνεύετε –και αν– το αποτύπωμά του;
– Υπάρχει μια πολύ ωραία ταινία του Τόμας Αρσλαμ (σ.σ. Τουρκογερμανός σκηνοθέτης) με τίτλο «Am Rand» (Στο περιθώριο/Στην άκρη), ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, του 1991, που περιδιαβάζει το Τείχος λίγο μετά την πτώση του. Η αποδόμηση, η εξαφάνιση του Τείχους είχε ήδη αρχίσει. Και ήδη τότε πωλούνταν οικόπεδα και κρυβόταν η Ιστορία. Το Τείχος έχει σήμερα εντελώς εξαφανιστεί, υπάρχει τώρα η λεγόμενη ζώνη του Τείχους, ένας ποδηλατοδρόμος. Και όπως λέγεται στις διηγήσεις για τα σκυλιά που κάθονται στο σκοτάδι του αυτοκινήτου ότι αντιλαμβάνονται όταν το αυτοκίνητο περνάει πάνω από γέφυρες και νιώθουν άβολα, κάπως έτσι είναι και για εμάς σήμερα όταν περνάμε το εξαφανισμένο Τείχος.
– Υπάρχουν στοιχεία της Ανατολικής Γερμανίας που αποδείχθηκαν ισχυρά ώστε να επιβιώσουν;
– Iσως λιγάκι η ιδιωτικοποίηση της ζωής, η δυσπιστία απέναντι στον δημόσιο χώρο, η ιδιωτική δικτύωση αντί της δημόσιας.