Η ΙΔΙΑΖΟΥΣΑ ΠΡΟΦΟΡΑ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ
ΜΙΑ ΠΤΥΧΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΜΑΣ

Πολλοί άνθρωποι μιλάνε με αξάν.
Πολλοί άνθρωποι μιλάνε με αξάν | Φωτ. (λεπτομέρεια): © olly - Fotolia.com

Ορισμένοι μαθητές γερμανικών χρησιμοποιούν την ιδιαίτερη προφορά τους για να τονίσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα. Ωστόσο, πολλοί θέλουν να απαλλαγούν από αυτήν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, ώστε να μην ξεχωρίζουν από τους φυσικούς ομιλητές της γερμανικής. Πράγμα καθόλου εύκολο, όπως εξηγεί η καθηγήτρια γερμανικής φιλολογίας Ursula Hirschfeld.

Κυρία Hirschfeld, μόλις ο νεαρός Φρανσουά ανοίγει το στόμα του στην ταινία «Bibi und Tina – Mädchen gegen Jungs», όλοι καταλαβαίνουν ότι είναι Γάλλος. Πώς καταλαβαίνουμε από την προφορά ενός ανθρώπου ποια είναι η μητρική του γλώσσα;

Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι γνωρίσματα και κανόνες της προφοράς της μητρικής γλώσσας μεταβιβάζονται στη δεύτερη γλώσσα. Η γλώσσα-αφετηρία και η γλώσσα-στόχος έχουν πάντα μια ειδική σχέση μεταξύ τους, όσον αφορά τα φωνήεντα και τα σύμφωνα, αλλά και τη μελωδία, το ρυθμό και τον τονισμό τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, μια χαρακτηριστικά ρωσική προφορά στα γερμανικά ή μια χαρακτηριστικά γερμανική προφορά στα αγγλικά . Και αυτές τις προφορές τις αναγνωρίζουμε.

Στη μελέτη «Σύγχρονες αντιλήψεις για τη γλώσσα στη Γερμανία», που δημοσιεύθηκε το 2009 από το Ινστιτούτο για τη Γερμανική Γλώσσα, τεκμηριώνεται ότι η γαλλική και η ιταλική προφορά είναι πολύ δημοφιλείς στους φυσικούς ομιλητές των γερμανικών, ενώ σε πολλούς Γερμανούς δεν αρέσει η ρωσική ή η τουρκική προφορά. Γιατί οι ξενικές προφορές έχουν τόσο διαφορετική αντιμετώπιση;

Prof. Dr. Ursula Hirschfeld Prof. Dr. Ursula Hirschfeld | Φωτ. (λεπτομέρεια): © Privat Οι υποκειμενικές αξιολογήσεις της ομιλούμενης γλώσσας εξαρτώνται αφενός από το πώς ηχεί ο προφορικός λόγος. Πρόκειται, για παράδειγμα, για μια γλώσσα με μελωδικό επιτονισμό, ή με εναλλαγές της έντασης; Υπάρχουν πολλά φωνήεντα και ηχηρά σύμφωνα ή πιο πολύ ακολουθίες άηχων συμφώνων; Αφετέρου, όμως, παίζει ρόλο και η σχέση που έχει ένας ομιλητής προς την πρώτη γλώσσα. Τις γλώσσες στις οποίες δεν έχουμε πρόσβαση, τις αξιολογούμε διαφορετικά απ’ ό,τι εκείνες με τις οποίες νιώθουμε να συνδεόμαστε, επειδή π.χ. τις μιλάμε οι ίδιοι. Τέλος, η αξιολόγησή μας επηρεάζεται και από τη σχέση μας με την κουλτούρα και την κοινωνία στην οποία ομιλείται αυτή η γλώσσα.

Ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις για τους ομιλητές της γερμανικής, όταν η προφορά τους απορρίπτεται από τους φυσικούς ομιλητές της γερμανικής;

Μια σειρά από μελέτες δείχνουν ότι οι άνθρωποι που έχουν μια τυπική προφορά μετανάστη δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες ως προς τις επαγγελματικές επιλογές τους και την εύρεση εργασίας. Κατ’ αναλογία, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα εν λόγω άτομα περιθωριοποιούνται και σε άλλα κοινωνικά ή διαπροσωπικά πλαίσια. Βέβαια, αυτό δεν ισχύει μόνο για ανθρώπους με ξενική προφορά αλλά και για εκείνους που έχουν μια έντονη διαλεκτική προφορά και πηγαίνουν να ζήσουν σε μια άλλη περιοχή ή και για αυτούς που τραυλίζουν ή έχουν κάποιο άλλο πρόβλημα στην άρθρωση. Κάθε φορά που ο τρόπος ομιλίας αποκλίνει από το σύνηθες ή από την αναμενόμενη νόρμα, μπορεί να υπάρξουν διακρίσεις.

Ωστόσο, πολυάριθμες μελέτες με θέμα τις εθνολέκτους και τα λεγόμενα Kiezdeutsch, τα «γερμανικά της γειτονιάς» των νεαρών μεταναστών, καταδεικνύουν ότι οι νέοι χρησιμοποιούν επίτηδες ξενικές προφορές παρόλο που κατέχουν την πρότυπη γερμανική γλώσσα. Πώς το εξηγείτε αυτό;

Οι νέοι πολλές φορές θέλουν να διαφοροποιηθούν από άλλες ηλικιακές και κοινωνικές ομάδες. Το φαινόμενο των «γλωσσών της νεολαίας» είναι γνωστό εδώ και πολύ καιρό. Όσον αφορά τους ξενόγλωσσους νέους, μπορεί μιλώντας με την προφορά της μητρικής τους γλώσσας να θέλουν να τονίσουν μια συγκεκριμένη πτυχή της ταυτότητάς τους. Σχετικές έρευνες έχουν γίνει σχετικά με Ιάπωνες νέους που έχουν ζήσει για μεγάλα διαστήματα σε μια γερμανόφωνη χώρα και μιλάνε πολύ καλά τα γερμανικά. Όταν οι νέοι αυτοί βρεθούν στην Ιαπωνία, μιλάνε στα μαθήματα γερμανικής γλώσσας με προφορά, για να μη θεωρηθούν «αταίριαστοι» στην ομάδα και να ενσωματωθούν σε αυτήν.

Θα έπρεπε, παρ’ όλα αυτά, οι καθηγητές γερμανικών να ενθαρρύνουν τους μαθητές τους να μιλάνε χωρίς ξενική προφορά;

Οι δάσκαλοι θα έπρεπε να ενθαρρύνουν τους μαθητές τους πρώτα απ’ όλα να επικοινωνούν χωρίς αναστολές, παρά την ξενική προφορά τους. Άλλωστε, πρέπει να είναι σαφές σε όλους τους εμπλεκόμενους ότι κάποιος που μαθαίνει μια δεύτερη γλώσσα πιθανότατα ποτέ δεν θα ακουστεί σαν έναν εκφωνητή ειδήσεων του ραδιοφώνου της γλώσσας-στόχου. Όμως, όποιος μιλάει χωρίς προφορά, έχει τα λιγότερα προβλήματα επικοινωνίας, τον καταλαβαίνουν εύκολα σε οποιοδήποτε μέρος της χώρας. Γι’ αυτό και μια άρθρωση του λόγου χωρίς προφορά είναι επιθυμητή, άσχετα από τον κίνδυνο των διακρίσεων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για όσους θέλουν να γίνουν καθηγητές μιας ξένης γλώσσας. Και αυτό, γιατί οι ίδιοι είναι τα σημαντικότερα  γλωσσικά πρότυπα για τους μαθητές τους , παρά την πληθώρα διαθέσιμων μέσων, όπως είναι τα CD, τα βίντεο και το ίντερνετ, όπου μπορεί κανείς να ακούσει γερμανικά.

Πολλοί μαθητές γερμανικών θέλουν πολύ να μιλήσουν χωρίς προφορά, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Σε τι οφείλεται αυτό;

Η εκμάθηση της προφοράς απαιτεί το σχηματισμό νέων ακουστικών προτύπων και την εξέλιξη λεπτοφυών κινήσεων των φωνητικών οργάνων. Όποιος π.χ. δεν μπορεί να κάνει τη διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων στη μητρική του γλώσσα, δεν μπορεί να ακούσει στα γερμανικά τη διαφορά ανάμεσα στις λέξεις «Staat» και το «Stadt». Και όποιος γνωρίζει μόνο τον τονισμό στη λήγουσα, όπως οι Γάλλοι, δεν αντιλαμβάνεται τη διαφορά ανάμεσα στο «UΜfahren» και το «umFAHREN». Εδώ χρειάζεται εντατική εξάσκηση του αυτιού. Αλλά και η εκμάθηση και η αυτοματοποίηση συγκεκριμένων κινήσεων των μυών του στόματος αποτελούν πρόκληση. Κατά συνέπεια, ακόμη και σε προχωρημένους μαθητές μπορούμε να ακούσουμε αποκλίσεις στην προφορά. Δυστυχώς, κάποιοι διδάσκοντες γερμανικών δεν έχουν λάβει επαρκή εκπαίδευση όσον αφορά στη φωνητική. Πέρα από τη μέθοδο της μίμησης δεν γνωρίζουν άλλες διδακτικές και μαθησιακές μεθόδους και δεν μπορούν να προσφέρουν στοχευμένη βοήθεια στους μαθητές. Επιπλέον, συχνά λείπει το κατάλληλο διδακτικό υλικό. Οι ασκήσεις στα διδακτικά βιβλία δεν επαρκούν για να εξασκηθεί κανείς στοχευμένα στην ακοή και να «αυτοματοποιήσει» νέες κινήσεις για την ομιλία.

Μπορείτε να μας δώσετε ένα παράδειγμα υποδειγματικής φωνητικής εξάσκησης;

Ένα μεγάλο πρόβλημα παγκοσμίως είναι να προφέρει κανείς σωστά τη σημαντικότερη γερμανική λέξη: το ich, το «εγώ». Κι όμως, η εξάσκηση της προφοράς της λέξης αυτής μπορεί να γίνει πολύ γρήγορα και απλά: ο μαθητής ψιθυρίζει τη λέξη ja ( «ναι») μια λέξη που μπορούν να την προφέρουν όλοι οι μαθητές γερμανικών. Συγκεντρώνεται στο σύμφωνο και το ψιθυρίζει καθαρά, ύστερα πιο δυνατά – έτσι θα πει κανείς σωστά το φθόγγο που δυσκολεύει στο ich. Ο μαθητής πρέπει να επαναλάβει πολλές φορές την άσκηση αυτή, ώσπου να εμπεδώσει την προφορά του φθόγγου και να μπορεί να τον αναπαράγει και μέσα σε άλλους συνδυασμούς φθόγγων – πρώτα ψιθυριστά, ύστερα δυνατά, όπως: «ich – ja».
 


Prof. Dr Ursula Hirschfeld είναι από το 1999 καθηγήτρια της Επιστήμης της Ομιλίας, με κύριο ερευνητικό ενδιαφέρον τη φωνητική, στο Ινστιτούτο και το Σεμινάριο της Επιστήμης της Ομιλίας και της Φωνητικής στο Πανεπιστήμιο Martin Luther του Χάλλε-Βίττενμπεργκ.