ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ
ΟΤΑΝ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΕΠΑΙΖΑΝ ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟ
Στις γερμανικές μητροπόλεις σπανίζει πλέον η οικονομικά προσιτή στέγη. Τα εκτινασσόμενα στα ύψη ενοίκια απωθούν τις εισοδηματικά ασθενέστερες ομάδες του πληθυσμού στις παρυφές των πόλεων. Το πρόβλημα όμως δεν είναι καινούργιο.
Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας των δεκαετιών του ’70 και του ’80, οι πολίτες αμύνθηκαν με εν μέρει δραστικά μέτρα απέναντι στους επενδυτές της αγοράς ακινήτων και τις αυξήσεις ενοικίων. Καταλάμβαναν άδεια σπίτια και επιδίδονταν σε οδομαχίες με την αστυνομία. Από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης για μεμονωμένα άτομα γεννήθηκε το παγγερμανικό κίνημα των καταλήψεων κατοικιών, το οποίο επηρέασε μακροπρόθεσμα τον πολεοδομικό σχεδιασμό στη Γερμανία.
ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗ: ΑΣΤΕΓΟΙ ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
Το κίνημα ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στη Φρανκφούρτη, που ήταν και είναι η οικονομική μητρόπολη της Γερμανίας. Όπως και σε όλη τη χώρα, έτσι κι εδώ απολάμβανε κανείς τους καρπούς του οικονομικού θαύματος. Στόχος της πολιτικής και του πολεοδομικού σχεδιασμού ήταν να γίνει το κέντρο της πόλης ελκυστικό για τους επενδυτές. Έτσι, οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρείες και οι επενδυτικοί όμιλοι ανακάλυψαν και προτίμησαν κατά κύριο λόγο τη συνοικία Βέστεντ, η οποία λόγω της εύκολης και γρήγορης πρόσβασης στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό και το αεροδρόμιο προσφερόταν ως έδρα εταιρειών.Το Βέστεντ, που τον 19ο αιώνα ήταν ακόμη συνοικία της μεγαλοαστικής τάξης, έγινε στη μεταπολεμική Γερμανία η γειτονιά των απλών ανθρώπων, οι οποίοι τώρα έστεκαν εμπόδιο στα οικοδομικά-επενδυτικά σχέδια. Προκειμένου να αναγκάσουν τους νοικάρηδες να φύγουν, οι ιδιοκτήτες των ακινήτων έφτασαν σε ακραία μέτρα: από το να παραμελούν τις απαραίτητες εργασίες συντήρησης ως και να τους κάνουν πραγματικό σαμποτάζ, αφήνοντας επίτηδες τα σπίτια τους να ρημάξουν. Όταν οι ενοικιαστές παραιτούνταν πια αγανακτισμένοι, τότε τα κτίρια δίνονταν για κατεδάφιση και μπορούσαν να αντικατασταθούν από κτίρια βιοτεχνιών και γραφείων. Το αποτέλεσμα ήταν μια τεράστια έλλειψη κατοικιών.
Μπροστά στην απειλή του να μείνουν άστεγοι, γκάσταρμπαϊτερ, οικογένειες και φοιτητές εγκαταστάθηκαν σε κτίρια που ναι μεν είχαν αδειάσει και δεν κατοικούνταν, αλλά δεν είχαν ακόμη κατεδαφιστεί – αυτές ήταν το φθινόπωρο του 1970 οι πρώτες καταλήψεις κατοικιών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Ακόμη και αν οι πρώτες αυτές καταλήψεις είχαν προκύψει μάλλον από ανάγκη παρά από πολιτική πεποίθηση, ωστόσο άγγιξαν ένα ευαίσθητο νεύρο της εποχής εκείνης: Ήδη ένα χρόνο πριν είχε ιδρυθεί μια πρωτοβουλία πολιτών, η «Κοινότητα Δράσης Βέστεντ» (Aktionsgemeinschaft Westend, AGW), που δραστηριοποιήθηκε για τη διατήρηση των ιστορικών κτιρίων στο Βέστεντ και θέλησε να σταματήσει την εκδίωξη των ενοίκων τους. Για πολλούς οι καταλήψεις κατοικιών έγιναν ένα μέσο διαμαρτυρίας. Το κίνημα βρήκε ευρεία υποστήριξη στον πληθυσμό – όχι μόνο σε αριστερές οργανώσεις νέων και φοιτητών, αλλά και σε εκκλησίες, εργατικά σωματεία, μεγάλα τμήματα του Τύπου και της μικροαστικής τάξης και των γκάσταρμπαϊτερ της Φρανκφούρτης.
Το 1971, κατά τη διάρκεια μιας προγραμματισμένης από την αστυνομία εκκένωσης ενός υπό κατάληψη κτιρίου στην οδό Γκρύνεμπουργκβεγκ, σημειώθηκαν τα πρώτα επεισόδια στο Βέστεντ, τα οποία θα ακολουθούσαν πολλά άλλα. Τους ενοίκους των σπιτιών υπερασπιζόταν η επονομαζόμενη Putzgruppe («ομάδα καθαριότητας»), μια ένωση νεαρών αντρών αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων, οι οποίοι οπλισμένοι με γκλομπ επιζητούσαν την άμεση σύγκρουση με τους αστυνομικούς στο δρόμο. Ένας από τους γνωστότερους μαχητές εκείνων των συγκρούσεων ήταν ο μετέπειτα αρχηγός των Πρασίνων και υπουργός Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ.
ΑΜΒΟΥΡΓΟ ΚΑΙ ΒΕΡΟΛΙΝΟ: ΠΑΣΙΦΙΣΤΕΣ «MÜSLIS» ΚΑΙ ΜΑΧΗΤΙΚΟΙ «MOLLIS»
Τα γεγονότα στη Φρανκφούρτη διαδέχτηκε ένα κύμα καταλήψεων κατοικιών σε όλη τη χώρα, με προπύργια το Βερολίνο και αργότερα το Αμβούργο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 υπήρχαν στο Βερολίνο κατά διαστήματα πάνω από 150 υπό κατάληψη κτίρια. Ωστόσο, εδώ ο χώρος των καταληψιών δεν αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από κατοίκους που είχαν πληγεί από το πρόβλημα, αλλά από νεαρούς αριστερούς που είχαν έρθει στην πόλη με άλλους στόχους. Έτσι, οι πρώτοι καταληψίες του Βερολίνου –μια ομάδα φοιτητών που το 1980 κατέλαβε ένα κτίριο στην Οράνιενμπουργκερστρασσε– ζητούσαν όχι μόνο προσιτά ενοίκια, αλλά κυρίως νέους τρόπους ζωής και ένα χώρο όπου θα μπορούσαν να ζουν και να δουλεύουν ως κολεκτίβα.Συχνά, οι καταλήψεις κατοικιών πήγαιναν χέρι χέρι με επισκευές, προκειμένου ένα κτίριο να προφυλαχθεί από την κατεδάφιση. Εξ ού και υπήρχε η ονομασία «Instandbesetzer», «καταληψίες συντήρησης». Στις τάξεις των πασιφιστών Βερολινέζων «Müslis» (από το μείγμα βρώμης και αποξηραμένων φρούτων «μούσλι»), προσχώρησαν όμως και οι πιο ακραίοι, μαχητικοί «Mollis» (από τις μολότοφ που έφτιαχναν), οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις ανήκαν στους Αυτόνομους. «Αυτόνομοι» ονομάζονται μέχρι σήμερα τα μέλη του αριστερού χώρου που χρησιμοποιούν βία. Οι Αυτόνομοι ζητούσαν να ξεκινήσει ένας πραγματικός πόλεμος εναντίον αυτού που ονόμαζαν «Schweinesystem» («γουρουνίσιο σύστημα») και επεδίωκαν συνειδητά τη βίαιη σύγκρουση με την αστυνομία. Ήδη τον Δεκέμβριο του 1980, σε μια εκκένωση, έγινε η πρώτη μεγάλη οδομαχία στο Βερολίνο, που έμεινε γνωστή ως «η μάχη του Φραίνκελουφερ» και κράτησε όλη νύχτα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 το κίνημα έφτασε στο Αμβούργο. Μέχρι και σήμερα, η Χάφενστρασσε, το εναλλακτικό πολιτιστικό κέντρο Rote Flora και η περιοχή του Σάντσενφιρτελ θεωρούνται προπύργια των αριστερών Αυτονόμων. Προκειμένου να αποφευχθεί μια κατάσταση σαν εκείνη του Βερολίνου –όπου η Γερουσία συχνά δεν τολμούσε να δώσει εντολή για εκκένωση των υπό κατάληψη κτιρίων, φοβούμενη την αντίσταση που θα συναντούσε–, η Γερουσία του Αμβούργου βασίστηκε στο αξίωμα του 24ωρου. Με βάση αυτό, κάθε κατειλημμένο κτίριο έπρεπε να εκκενωθεί μέσα σε μία ημέρα. Και εδώ, η κατάσταση κλιμακωνόταν κάθε τόσο φτάνοντας σε σφοδρές συγκρούσεις στους δρόμους, όπου εκατοντάδες Αυτόνομοι έστεκαν απέναντι σε ομάδες των εκατό αστυνομικών η καθεμία.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ τις ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ ΕΣΩΣΕ ΜΕΝ ΤΑ ΚΤΙΡΙΑ ΑΛΛΑ οχι τους ΕΝΟΙΚΟΥΣ ΤΟΥΣ
Παρόλο που οι πολιτικοί και η αστυνομία τούς στιγμάτιζαν ως αναρχικά στοιχεία και διαβόητους ταραξίες, οι καταληψίες είχαν σαφέστατα την κατανόηση του πληθυσμού τόσο στο Βερολίνο όσο και στο Αμβούργο. Η εκδίωξη ενοικιαστών με διάφορα μέσα, οι πολυτελείς ανακαινίσεις και ο γνωστός πλέον μεγάλος αριθμός κενών κτιρίων σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη έλλειψη χώρων κατοικίας εξόργιζε πολλούς μέσους πολίτες. Τη στήριξη προς τους καταληψίες μαρτυρούν οι πολλές εκδηλώσεις αλληλεγγύης. Τον Δεκέμβριο του 1986, 12.000 άνθρωποι διαδήλωσαν στο κέντρο της πόλης του Αμβούργου, ζητώντας τη διατήρηση των κτιρίων της Χάφενστρασσε. Στο τέλος οι καταληψίες κέρδισαν τη μάχη και σήμερα η Χάφενστρασσε είναι ένα νομιμοποιημένο πρόγραμμα κατοικιών.Ταυτοχρόνως, πολλοί πολίτες είχαν σοκαριστεί από τη συμπεριφορά της αστυνομίας. Όταν, το 1980, κατά τη διάρκεια επεισοδίων, ακόμη και αμέτοχοι θεατές δέχτηκαν επίθεση από τις αστυνομικές δυνάμεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν εν γένει με εξαιρετική βιαιότητα τους διαδηλωτές, ξεκίνησε μια έντονη δημόσια συζήτηση περί βίας και της αντιμετώπισής της με περισσότερη βία. Στη συνέχεια, ο θάνατος του καταληψία Κλάους-Γύργκεν Ράτταϋ σε μια διαδήλωση του 1981 ανάγκασε τους πολιτικούς σε αναθεώρηση της στάσης τους. Η Γερουσία του Βερολίνου ήθελε τώρα να διαπραγματευθεί με τους καταληψίες αντί να χρησιμοποιεί βία εναντίον τους. Ως το 1984, οι περισσότερες καταλήψεις είχαν εκκενωθεί ή οι καταληψίες είχαν πλέον νόμιμα μισθωτήρια συμβόλαια – όπως στην περίπτωση του σημερινού πολιτιστικού κέντρου Bethanien.
Στο Βέστεντ της Φρανκφούρτης οι διαδηλώσεις είχαν ως αποτέλεσμα να διατηρηθούν πολλά ιστορικά κτίρια. Το 1972 η κυβέρνηση του κρατιδίου έβαλε τέλος στην κερδοσκοπία στο χώρο των ακινήτων του Βέστεντ και με τη βοήθεια της Κοινότητας Δράσης Βέστεντ διατηρητέα κτίρια σώθηκαν από την κατεδάφιση. Κυρίως όμως, οι δράσεις αυτές στο Βέστεντ οδήγησαν σε μια στροφή του πολεοδομικού σχεδιασμού για μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών. Ακόμη και αν αυτό μπορεί σαφώς να θεωρηθεί επιτυχία μακροπρόθεσμα, δεν βοήθησε παρά εν μέρει τους εισοδηματικά ασθενέστερους κατοίκους. Οι περισσότεροι από αυτούς αναγκάστηκαν για οικονομικούς λόγους να μετακομίσουν στα φθηνότερα περίχωρα της Φρανκφούρτης.
Σχόλια
Σχολιάστε