Συνέντευξη του Johannes Ebert
ΓΙΑΤΙ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Το ενδιαφέρον για τη γερμανική γλώσσα ανά τον κόσμο διαφέρει τόσο από περιοχή σε περιοχή όσο και από άποψη πολιτικής. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο Johannes Ebert, γενικός γραμματέας του Goethe-Institut, μιλά στο περιοδικό Forschung & Lehre.
Forschung & Lehre: Ποια θέση κατέχει η γερμανική γλώσσα στην Ευρώπη και παγκοσμίως;
Johannes Ebert: Η γερμανική γλώσσα είναι στην Ευρώπη η γλώσσα με τους περισσότερους μητρικούς ομιλητές. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, περίπου 15,4 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως μαθαίνουν γερμανικά, 11,2 εκατομμύρια εκ των οποίων στην Ευρώπη. Επομένως, η γερμανική γλώσσα έχει σημαντική θέση εντός της Ευρώπης. Ενώ σε ορισμένες περιοχές, όπως στην Κίνα ή στις αφρικανικές χώρες, ο αριθμός των ανθρώπων που μαθαίνουν γερμανικά αυξάνεται, στην Ευρώπη παρατηρούμε αυτή τη στιγμή μία αυξομείωση. Μια δημοσκόπηση που έγινε πριν από λίγο καιρό και στην οποία συμμετέχει και το Goethe-Institut δείχνει ότι τα γερμανικά διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη σχολική εκπαίδευση σε όλο τον κόσμο. Ο αριθμός των σχολείων στα οποία διδάσκεται η γερμανική γλώσσα αυξήθηκε από τα 95.000 το 2015 στα 106.000 το 2020. Σε κάποιες χώρες, όπως η Γαλλία ή και η Ρωσία, οι αριθμοί παρουσιάζουν μικρή αύξηση. Στην Πολωνία και την Ουγγαρία πάλι, ο αριθμός εκείνων που μαθαίνουν γερμανικά στο σχολείο έχει υποχωρήσει λίγο. Βασικά παρατηρούμε ότι σε χώρες που ακολουθούν έναν ολοένα πιο εθνικό προσανατολισμό εξασθενεί κάπως και η αντίληψη της σημασίας των ξένων γλωσσών όσον αφορά την εκπαιδευτική πολιτική. Στις χώρες αυτές, οι ξένες γλώσσες δεν παίζουν πια τον ρόλο που έχουν στις πολύ ανοικτές κοινωνίες. Συχνά παραγκωνίζονται από μαθήματα των κλάδων των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών ή από άλλα μαθήματα επιλογής.
F&L: Εσείς, ως Goethe-Institut, τι μπορείτε να κάνετε για αυτό;
Johannes Ebert: Ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Πολωνία ή η Ουγγαρία, που βρίσκονται πολύ κοντά στη Γερμανία και με τις οποίες υπάρχουν στενοί ιστορικοί δεσμοί και σύνδεση των αγορών εργασίας, προβάλλουμε σε μαθήτριες, μαθητές και γονείς τα πλεονεκτήματα της εκμάθησης γερμανικών, πυροδοτώντας παράλληλα τη συζήτηση για τη θέση που έχουν οι ξένες γλώσσες σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής. Ωστόσο, το στοιχείο που πρέπει κατ’ αρχάς να συγκρατήσουμε είναι ότι στην Πολωνία έχουμε περίπου δύο εκατομμύρια ανθρώπους που μαθαίνουν γερμανικά, άρα τους περισσότερους σε όλο τον κόσμο. Δεν βλέπουμε, επομένως, μια ολική κατάρρευση, αλλά πιο πολύ μια μικρή υποχώρηση των αριθμών και ότι οι ξένες γλώσσες δεν έχουν τη σημασία που είχαν πρωτύτερα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η χρησιμότητα της εκμάθησης ξένων γλωσσών έχει επίσης έρθει πολύ πιο έντονα στο προσκήνιο. Παλιά οι άνθρωποι ήθελαν να μάθουν γερμανικά, μεταξύ άλλων, για να διαβάσουν Χούσερλ ή Νίτσε στο πρωτότυπο, ή επειδή έτρεφαν μεγάλο θαυμασμό για τη γερμανική κλασική μουσική. Αυτό το ενδιαφέρον έχει μειωθεί. Σήμερα, ενδιαφέρει πολύ περισσότερο το εάν και πότε οι ξένες γλώσσες είναι σημαντικές για το επαγγελματικό μέλλον ή για τις σπουδές.
F&L: Ακούω εδώ μια κάποια λύπη;
Johannes Ebert: Φυσικά θα ήταν ωραίο η έμπνευση για να μάθει κάποιος γερμανικά να προερχόταν από τη λογοτεχνία ή τη μουσική. Η γλώσσα μάς δίνει πρόσβαση στον πολιτισμό και, στην ουσία, και στην αυτο-εικόνα ενός λαού. Γι’ αυτό και είμαι εν γένει μεγάλος οπαδός της εκμάθησης γλωσσών. Πρέπει όμως να δεχτώ την πραγματικότητα ως έχει. Κι έτσι το βρίσκω θετικό που οι άνθρωποι θεωρούν τη Γερμανία ελκυστικό εκπαιδευτικό-μορφωτικό και επιχειρηματικό-οικονομικό προορισμό, γιατί εδώ συμπεριλαμβάνεται και η Γερμανία ως χώρος πολιτισμού. Όποιος μαθαίνει γερμανικά αποκτά πρόσβαση και στις πολιτισμικές πτυχές της χώρας μας. Παρ’ όλα αυτά, διαπιστώνουμε ότι και στον χώρο των διεθνών πολιτιστικών ανταλλαγών, η γλώσσα συνεννόησης είναι μάλλον τα αγγλικά.
F&L: Έχει διαφορά το εάν μια γλώσσα μαθαίνεται ως πρώτη ή ως δεύτερη ξένη γλώσσα. Ποιες εξελίξεις διακρίνετε όσον αφορά τη γερμανική γλώσσα;
Johannes Ebert: Διαπιστώνουμε ότι η εκμάθηση των γερμανικών ως πρώτης ξένης γλώσσας υποχωρεί. Ο αριθμός των σχολείων στα οποία διδάσκονται γερμανικά έχει αυξηθεί αισθητά σε όλο τον κόσμο. Όμως, στα
Φωτογραφία: © Herlinde Koelbl
περισσότερα από τα σχολεία που έχουν προστεθεί στον αριθμό αυτό, τα γερμανικά διδάσκονται ως δεύτερη ξένη γλώσσα. Βεβαίως, θα ήταν καλύτερο τα γερμανικά να μαθαίνονταν ως πρώτη ξένη γλώσσα γιατί, σε αυτή την περίπτωση, τελειώνοντας το σχολείο θα είχε κανείς πολύ καλύτερη γνώση της γερμανικής γλώσσας. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η αγγλική γλώσσα είναι παγκοσμίως η υπ’ αριθμόν ένα γλώσσα. Αυτό, παρεμπιπτόντως, ισχύει και σε χώρες όπως η Ρωσία, όπου στο παρελθόν, δηλαδή πριν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, τα γερμανικά ήταν η πρώτη ξένη γλώσσα σε πολλά σχολεία. Από τη δεκαετία του 1990 και του 2000, τα αγγλικά αναδείχθηκαν και εκεί στην πρώτη ξένη γλώσσα και τα γερμανικά διδάσκονται ως επί το πλείστον ως δεύτερη ξένη γλώσσα. Πλέον μαθαίνουν γερμανικά, είτε ως πρώτη είτε ως δεύτερη ξένη γλώσσα, γύρω στα 1,8 εκατομμύρια άνθρωποι στη Ρωσία. Εμείς, ως Goethe-Institut, θεωρούμε θετικό το γεγονός ότι τα γερμανικά παρουσιάζουν άνοδο ως δεύτερη ξένη γλώσσα. Πριν από μερικά χρόνια, κάναμε μια έρευνα για το πού έμαθαν γερμανικά οι φοιτήτριες και οι φοιτητές από το εξωτερικό οι οποίοι σπουδάζουν στη Γερμανία. Το συμπέρασμα που εξαγάγαμε ήταν ότι περίπου οι μισοί είχαν μάθει γερμανικά κατ’ αρχάς σε σχολεία και από αυτό το ποσοστό οι περισσότεροι συνέχισαν μετά την εκμάθηση γερμανικών (σε παραρτήματα του Goethe-Institut, σε πανεπιστήμια ή σε σχολές ξένων γλωσσών). Επομένως, έχει υπάρξει μια πρώτη επαφή με τη Γερμανία και με τη γερμανική γλώσσα. Και εάν η επαφή αυτή δεν έχει οδηγήσει στο επιθυμητό επίπεδο, λόγω του μικρού αριθμού σπουδαστών ‒κάτι που συνήθως συναντάμε στη δεύτερη ξένη γλώσσα‒, τότε συνεχίζουν τα μαθήματα γερμανικών σε κάποιο άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Στα σχολεία επιτυγχάνεται, με άλλα λόγια, μια εισαγωγή στη γερμανική γλώσσα, αλλά όχι κάτι παραπάνω, όπως συμβαίνει με την πρώτη ξένη γλώσσα, όπου κατακτά κανείς το πιο υψηλό επίπεδο. Άρα, με αυτές τις βασικές γνώσεις δεν μπορεί κανείς να ξεκινήσει κατευθείαν να σπουδάζει σε ένα γερμανικό πανεπιστήμιο. Αυτή είναι μια εξέλιξη που πρέπει να αποδεχτούμε. Γι’ αυτό αναπτύξαμε από κοινού με πανεπιστήμια και το DAAD (Γερμανική Υπηρεσία Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών) νέα μοντέλα, για να προσφέρουμε την κατάλληλη προετοιμασία στους σπουδαστές.
F&L: Αυτό δεν σημαίνει και για τις δυο πλευρές –ξένους φοιτητές και γερμανικά ανώτατα ιδρύματα– μια τεράστια πρόκληση;
Johannes Ebert: Οι άνθρωποι που θέλουν να σπουδάσουν στη Γερμανία πρέπει να έχουν την ευκαιρία να μάθουν γερμανικά σε ικανοποιητικό επίπεδο. Αυτό, κατά την άποψή μου, διασφαλίζεται μέσω των παραρτημάτων του Goethe-Institut, των ιδιωτικών παρόχων και των μαθημάτων γερμανικών στα πανεπιστήμια. Και η πλειονότητα των φοιτητών τα καταφέρνει. Σε ό,τι αφορά τους αγγλόφωνους κύκλους σπουδών στη Γερμανία, υποστηρίζουμε τη θέση ότι και πρέπει σε αυτούς τους φοιτητές να δίνεται η δυνατότητα να μάθουν γερμανικά. Γιατί τότε μόνο θα μπορέσουν να ενταχθούν στη γερμανική κοινωνία σε ευρύτερο επίπεδο και θα έχουν τη δυνατότητα να ενσωματωθούν και να κάνουν γνωριμίες και εκτός του πανεπιστημίου. Σημαντικό είναι επίσης οι απόφοιτοι πανεπιστημίων από το εξωτερικό να μη χάνονται αμέσως από τη γερμανική αγορά εργασίας.
F&L: Ταυτοχρόνως, ζητούμενο είναι να κερδίσει κανείς ξένους καταρτισμένους επαγγελματίες για τη γερμανική αγορά εργασίας. Η εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας αποτελεί μεγάλο εμπόδιο;
Johannes Ebert: Η Γερμανία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εισροή εξειδικευμένου προσωπικού από το εξωτερικό. Ειδικά η κρίση του κορονωϊού δείχνει ότι τόσο στον κλάδο υγείας όσο και σε εκείνον της τεχνολογίας της πληροφορικής χρειαζόμαστε καταρτισμένα άτομα από το εξωτερικό. Εάν θέλουμε να διατηρήσουμε τα κοινωνικά και οικονομικά πρότυπα που έχουμε στη Γερμανία, αυτό σημαίνει μια τεράστια πρόκληση για το μέλλον. Ο νέος νόμος για τη μετανάστευση έχει διευκολύνει την πρόσβαση στη Γερμανία. Σε μια έρευνα, που δημοσιεύσαμε αυτές τις μέρες, τεκμηριώνεται με απόλυτη σαφήνεια ότι ειδικά η εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας από πιθανούς μετανάστες στη χώρα είναι πολύ σημαντική. Γι’ αυτό, οι διάφορες πρωτοβουλίες των επιχειρήσεων και τα κρατικά προγράμματα θα έπρεπε να προωθούν την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας και την ευαισθητοποίηση για τη γερμανική κουλτούρα και κοινωνία ήδη στις χώρες καταγωγής και να καθιστούν δυνατή τη συνέχιση της εκμάθησης της γλώσσας στη Γερμανία.
F&L: Πόσο σημαντική είναι μια πολύγλωσση Ευρώπη για το μέλλον;
Johannes Ebert: Η γλώσσα, πέρα από το αμιγώς επικοινωνιακό εργαλείο που αποτελεί, δίνει πάντοτε και μια πρόσβαση στη σκέψη, στον πολιτισμό, στην αυτο-εικόνα των άλλων χωρών. Η πολυγλωσσία έχει τεράστια οφέλη καθώς πλουτίζει τον άνθρωπο σε γνώσεις και εμπειρίες. Υπό το πρίσμα αυτό θεωρώ πολύ σημαντικό τον κανόνα που λέει ότι καθένας πρέπει να μαθαίνει εκτός από τη μητρική του γλώσσα άλλες δύο ευρωπαϊκές γλώσσες στο σχολείο. Επίσης, δείχνει σεβασμό, όταν κανείς ζει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια χώρα, να μαθαίνει και τη γλώσσα της χώρας αυτής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μόνο ένα οικονομικό και πολιτικό εγχείρημα, αλλά έχει να κάνει και με τον πολιτισμό, με τις αξίες και με την αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των κρατών-μελών. Βεβαίως, ειδικά εκείνοι που χαράσσουν πολιτική θα έπρεπε να θεωρούν την πολυγλωσσία ως ευκαιρία και ως δύναμη. Κι εδώ δεν πρόκειται μόνο για την πολυγλωσσία εντός της Ευρώπης, αλλά και για την πολυγλωσσία εντός της Γερμανίας. Γιατί και στο δικό μας σχολικό σύστημα χρειάζονται προσεγγίσεις και ευκαιρίες ώστε να αναγνωρίσει κανείς ανθρώπους με άλλη μητρική γλώσσα και να τους δει θετικά. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για μια χώρα σαν τη Γερμανία που διακρίνεται για το έντονα διεθνές της πλαίσιο. Για το θέμα αυτό θα έπρεπε να σκεφτούμε περισσότερο εμείς στη Γερμανία.
Αυτή είναι μία συντομευμένη εκδοχή της συνέντευξης, η οποία πρωτοδημοσιεύθηκε στο τεύχος 11/20 του περιοδικού Forschung & Lehre. Την πλήρη συνέντευξη μπορείτε να διαβάσετε εδώ.