Άρθρο της Ιωάννας Φωτιάδη (Καθημερινή)
Ό,τι και αν κάνουμε, εδώ θα είμαστε πάντα «οι Αλβανοί»
©Paris Tavitian
Παιδιά δεύτερης γενιάς, που μεγάλωσαν στην Ελλάδα, σκέφτονται ή έχουν κιόλας επιχειρήσει το βήμα της δεύτερης μετανάστευσης προς την Ευρώπη. Γιατί;
Ιωάννα Φωτιάδη
ΧρΗστος ΑρμΑντο ΓκΕζος, 35 ετών
Με εσωζε οτι επαιζα καλο ποδοσφαιρο
«Είχα καταλάβει από μικρός ότι έπρεπε να κινηθώ με έναν συγκεκριμένο τρόπο για να πάρω τη ζωή στα χέρια μου, ήταν για μένα ζήτημα ζωής και θανάτου, όπως ένας φυλακισμένος που ετοιμάζει την απόδρασή του». Ο 35χρονος Χρήστος Αρμάντο, τοπογράφος μηχανικός αλλά γνωστός για το συγγραφικό και ποιητικό του έργο, το οποίο έχει ήδη αποσπάσει πολλές διακρίσεις (σ.σ. 2014 Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα), «ξορκίζει» τα παιδικά του χρόνια στη Λακωνία ως παιδί μεταναστών μέσω της γραφής. «Γεννήθηκα στη Χειμάρρα και ήρθα τριών χρόνων στην Ελλάδα, από την Αλβανία δεν έχω αναμνήσεις, τις έχω χτίσει εκ των υστέρων», εξηγεί στην «Κ», «η μητρική μου γλώσσα είναι τα ελληνικά, εμείς ως Βορειοηπειρώτες ήρθαμε εγκλιματισμένοι, ήμασταν χριστιανοί ορθόδοξοι, γνωρίζαμε ήθη και έθιμα». Μια ζωή συστήνεται ως «Χρήστος», «δεν έχω καταφέρει να απαλλαγώ από το “Αρμάντο”, το επίκτητο όνομά μου, με το οποίο με έγραψαν στο ληξιαρχείο οι γονείς μου στην Αλβανία, όπου δεν επιτρέπονταν τα χριστιανικά ονόματα». Η ταυτότητα του Βορειοηπειρώτη τού εξασφαλίζει μια καλύτερη αντιμετώπιση από τους δασκάλους, ωστόσο από τους συνομηλίκους και την υπόλοιπη τοπική κοινωνία γίνεται συχνά δέκτης σωματικής και ψυχολογικής βίας. «Ημουν όμως πεισματάρης, έβγαινα στην αντεπίθεση, είχα και καλούς φίλους», θυμάται, «κάποιες φορές με έσωζε ότι έπαιζα καλό ποδόσφαιρο». Η εξαμελής οικογένεια ζει σε μεγάλη επισφάλεια, τα μεροκάματα είναι χαμηλά, οι δυσκολίες πολλές.«Ήμουν ο μικρότερος και με διαφορά από τα άλλα τρία αδέλφια μου, τα οποία δούλευαν εξαρχής στο μεροκάματο», θυμάται, «ένιωθα επί της ουσίας ξένος και μέσα στην οικογένειά μου». Αυτό οφείλεται εν μέρει και στην έλλειψη επικοινωνίας. «Δεν μιλούσαμε πολύ, ειδικά για τα παλιά». Το παρελθόν του πατέρα του, που έχει σπουδάσει γεωπόνος αγρονόμος και έχει διδάξει στην Αλβανία, το ανακαλύπτει τυχαία. «Τον αποκάλεσε κάποιος “δάσκαλο” και έτσι το έμαθα». Ενήλικος πια με αφορμή μια φευγαλέα συζήτηση στο καφενείο του χωριού μαθαίνει για τις αδικίες που έχει υποστεί ο πατέρας του. «Συναισθάνομαι πλέον τη ματαίωσή του», θυμάται. Οι καλές του σχολικές επιδόσεις του εξασφαλίζουν το διαβατήριο για το Μετσόβιο Πολυτεχνείο και την Αθήνα. «Η Αθήνα ήταν μια αποκάλυψη, μια εμπειρία απελευθερωτική», τονίζει, «τα ερεθίσματα ήταν πολλά, ήρθα σε επαφή με τις τέχνες, άρχισα να ανακαλύπτω τον εαυτό μου και να αναγνωρίζω τις φοβίες μου». Και βέβαια, ο νεαρός Χρήστος αρχίζει τότε, ήδη από τα 19 του, να γράφει με φρενήρεις ρυθμούς. «Ως φοιτητής έγραφα 8-10 ώρες την ημέρα», διηγείται, «είχα ανάγκη να δημιουργήσω τη δική μου ταυτότητα, να τοποθετήσω εγώ τον εαυτό μου στον τόπο και τον χρόνο». Τη δεδομένη στιγμή ο Χρήστος μένει στη Σκάλα Λακωνίας. «Είναι μια μεγάλη ανατροπή για εμένα, αλλά η πρωτεύουσα με κούρασε», παραδέχεται.
«Η λέξη “μετανάστευση” είναι παραπλανητική, εντελώς ανώδυνη», εκτιμά με την ιδιότητα πλέον του συγγραφέα, «δεν αποδίδει το βάρος του βιώματος, την υπαρξιακή μοναξιά: ο μετανάστης αφήνει φίλους, δουλειά, περιουσία και καλείται να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα· πρόκειται για μια διαδικασία με πολλές ψυχολογικές και οικονομικές επιπτώσεις, μια συντριπτική αλλαγή στη ζωή του, που επηρεάζει τα πάντα». Θα αποφάσιζε να μεταναστεύσει τώρα ως ενήλικας; «Το είχα σκεφτεί, αλλά δεν το προχώρησα», απαντά, «έκανα μεγάλο κόπο για να νιώθω εδώ καλά, να αγαπήσω την Ελλάδα, δεν ήθελα να τα αφήσω όλα αυτά».