Berlinale 2024
Απολογισμός με ανάμεικτα συναισθήματα
Η κριτική επιτροπή απεφάνθη: μια Χρυσή Άρκτος για τη Μάτι Ντιόπ, ενώ μια Αργυρή έλαβε και η Γερμανία. Το τελευταίο φεστιβάλ υπό τη διεύθυνση των Τσατριάν και Ρίσενμπεεκ είχε πρόδηλα πολιτικό χαρακτήρα και πολυφωνία. Τι προβλέπεται στη συνέχεια;
της Ula Brunner
Με κάποιον τρόπο, η Berlinale πάντα καταφέρνει τελικά να μας εκπλήξει ‒ ως έναν βαθμό. Με το Dahomey είναι η δεύτερη φορά που ένα ντοκιμαντέρ κερδίζει τη Χρυσή Άρκτο του φεστιβάλ. Η Γαλλο-σενεγαλέζα σκηνοθέτρια Μάτι Ντιόπ πραγματεύεται σε αυτό την επιστροφή των κλεμμένων αφρικανικών έργων τέχνης. Συνοδεύει 26 εκθέματα στο ταξίδι τους από ένα παρισινό μουσείο στη χώρα προέλευσής τους, το Μπενίν, τέως Δαχομέη ή Νταχομέι (Dahomey). Μέσα σε μία περίπου ώρα, η Ντιόπ κατορθώνει να συνοψίσει και να παρουσιάσει την ουσία των σύνθετων ερωτημάτων γύρω από την επιστροφή αρχαιοτήτων και έργων τέχνης. Ένα αξιοσημείωτο καλλιτεχνικό επίτευγμα, ένα φλέγον πολιτικό ζήτημα – με δυο λόγια: η ταινία είχε εξ ορισμού καλές προϋποθέσεις για να κερδίσει μια Άρκτο στην Berlinale.
Άρκτοι για αφρικανικές συμπαραγωγές
Το Dahomey είναι η μία εκ των τριών συμμετοχών που υπήρξαν συμπαραγωγές αφρικανικών χωρών. Η αφρικανική ήπειρος είχε έτσι μια ασυνήθιστα ισχυρή παρουσία στο φεστιβάλ – επιτέλους, πρέπει να πούμε. Εκτός από το ντοκιμαντέρ της Ντιόπ, βραβεύτηκε άλλη μια πολύ ιδιαίτερη αφρικανική συμπαραγωγή: στην ταινία Pepe ο ομώνυμος και νεκρός πλέον ιπποπόταμος αφηγείται πώς αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε από την Αφρική στην Κολομβία, στον ιδιωτικό ζωολογικό κήπο του βαρόνου των ναρκωτικών Πάμπλο Εσκομπάρ. Ένα τολμηρό φιλμικό πείραμα για το οποίο ο Νέλσον Κάρλος ντε Λος Σάντος Αρίας από τη Δομινικανή Δημοκρατία κέρδισε επάξια το βραβείο σκηνοθεσίας.Με τις Άρκτους για το Dahomey και το Pepe, η κριτική επιτροπή στρέφει το βλέμμα στον αφρικανικό κινηματογράφο που εξακολουθεί να λάμπει διά της απουσίας του στα φεστιβάλ. Περιττεύει μήπως να αναφέρουμε ότι η Μάτι Ντιόπ είναι η πρώτη μαύρη γυναίκα που κερδίζει μια Χρυσή Άρκτο; Ή ότι η Κενυάτισσα-Μεξικανή ηθοποιός και σκηνοθέτρια Λουπίτα Νυόνγκο διαπίστωσε στην τελετή έναρξης πως είναι η πρώτη μαύρη γυναίκα που γίνεται πρόεδρος της κριτικής επιτροπής; Είναι κι αυτός ένας τρόπος στήριξης της πολυφωνίας και της διαφορετικότητας εκ μέρους της Berlinale.
Μεγάλη ποικιλομορφία στις Αργυρές Άρκτους
Αν το Dahomey με τα 67 λεπτά του ήταν η πιο σύντομη ταινία του Διαγωνιστικού, το Sterben / Dying του Ματίας Γκλάσνερ, διάρκειας 180 λεπτών, ήταν η πιο μεγάλη. Σε τρεις ώρες έντονης συγκινησιακής φόρτισης και χρησιμοποιώντας τρεις αφηγηματικές σκοπιές, ο Γκλάσνερ ξετυλίγει μια σύνθετη οικογενειακή ιστορία. Αναντίρρητα εξαιρετικοί η Κορίνα Χάρφουτ, ο Λαρς Άιντινγκερ και η Λίλιθ Στάνγκενμπεργκ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Δικαίως ο Γκλάσνερ έλαβε για αυτή την ιστορία με τις αυτοβιογραφικές πτυχές το βραβείο σεναρίου, όπως και οι ηθοποιοί του θα άξιζαν ‒και με το παραπάνω‒ κάποια διάκριση.Η κριτική επιτροπή, ωστόσο, φαίνεται πως είχε ως κύριο μέλημά της η απονομή των βραβείων να αντανακλά ένα όσο το δυνατόν πιο ευρύ φάσμα ταινιών και στιλ. Παρ’ όλα αυτά, πολλές επιλογές της είναι κατανοητές, π.χ. ότι η Αργυρή Άρκτος Α΄ανδρικού ρόλου δόθηκε στον Σεμπάστιαν Σταν της ταινίας A Different Man. Άριστα ενσαρκώνει ο Αμερικανός σταρ ταινιών δράσης της Marvel την αναζήτηση ταυτότητας ενός άνδρα με δυσμορφία. Ως καλύτερη ηθοποιός σε Β΄ρόλο τιμήθηκε η Βρετανή Έμιλι Γουάτσον, που υποδύεται στην κατά τα άλλα άνευρη ταινία Small Things Like These, η οποία άνοιξε το φεστιβάλ, μια γυναίκα που βρέθηκε να γίνει ηγουμένη σ’ ένα μοναστήρι μιας μικρής πόλης στην Ιρλανδία.
Με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής που απέσπασε το A Traveller's Needs έδειξε να αιφνιδιάστηκε ο ίδιος ο σκηνοθέτης Χονγκ Σαν Σου: «Δεν ξέρω τι είδατε στην ταινία μου αλλά αδημονώ να μάθω» είπε. Με αβίαστο χιούμορ, η ταινία του αφηγείται την ιστορία μιας Γαλλίδας –την οποία υποδύεται η Ιζαμπέλ Ιπέρ– που παραδίδει μαθήματα γλώσσας στην Ασία. Το L'Empire , πάλι, του Μπρουνό Ντιμόν, δεν είναι τόσο εξαιρετικό αλλά έχει διασκεδαστικές στιγμές. Σε αυτό το φιλμ επιστημονικής φαντασίας, εξωγήινοι αποδύονται στον αιώνιο αγώνα ανάμεσα στο Καλό και στο Κακό – κι αυτό, σε ένα βυθισμένο σε λήθαργο παραθαλάσσιο θέρετρο της Γαλλίας.
Η πολιτική Berlinale
Το φετινό Διαγωνιστικό τμήμα προσέφερε με τις 20 συμμετοχές από 30 χώρες ένα πλούσιο πανόραμα της διεθνούς κινηματογραφικής παραγωγής. Το πρόγραμμα ήταν σφιχτό αλλά η επιλογή ταινιών έμοιαζε τυχαία: υπήρχε ένας ιπποπόταμος σε πρωταγωνιστικό ρόλο, μια ταινία επιστημονικής φαντασίας στα όρια του trash, πολύ genre, πολλά υβρίδια ως προς το ύφος – τα πάντα δηλαδή εκτός από ένα αριστούργημα, μια ταινία που να μας κάνει να ονειρευόμαστε το σινεμά. Να τι έλειπε για άλλη μια φορά από το φεστιβάλ.Σε αυτή την Berlinale έγινε πολύς λόγος για πολιτικά θέματα. Μετά την αδέξια κίνηση της πρόσκλησης στην τελετή έναρξης του δεξιού κόμματος AfD και της ακύρωσής της, ο διευθυντής και η διευθύντρια της Berlinale Κάρλο Τσατριάν και Μαριέτε Ρίσενμπεεκ τοποθετήθηκαν δημοσίως κατά της Άκρας Δεξιάς και του μίσους. Στο επίκεντρο πολλών συζητήσεων ήταν και η σύγκρουση στην Εγγύς Ανατολή. Στην τελετή λήξης του φεστιβάλ, μέρος των βραβευθέντων άσκησαν ρητή κριτική στην τακτική του Ισραήλ εισπράττοντας χειροκροτήματα – δεν πήραν θέση ούτε αποστασιοποιήθηκαν από τα φονικά τρομοκρατικά χτυπήματα της παλαιστινιακής Χαμάς στο Ισραήλ. Αυτό μπορεί να βλάψει την Berlinale: Θεωρείται μεν πολιτικό φεστιβάλ αλλά δεν επιτρέπεται να τάσσεται απερίφραστα και ακτιβιστικά υπέρ μίας μόνο πλευράς.
Ήταν η πέμπτη και τελευταία έκδοση για το διευθυντικό δίδυμο Τσατριάν/Ρίσενμπεεκ. Κοιτάζοντας πίσω, ήταν μια δύσκολη, για να μην πούμε άτυχη περίοδος για τους δυο τους. Η κρίση της πανδημίας, ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, η τρομοκρατική δράση της Χαμάς – όλα αυτά έριξαν έναν βαρύ ίσκιο στο φεστιβάλ.
Τι έπεται;
Τι άφησε πίσω της, από καλλιτεχνική άποψη, η εποχή των Τσατριάν και Ρίσενμπεεκ; Τη σημαντικότερη αλλαγή την επέβαλε από νωρίς ο Κάρλο Τσατριάν: την περικοπή του Διαγωνιστικού τμήματος και όλου του προγράμματος. Αυτή τη χρονιά προβλήθηκαν περίπου 230 ταινίες στο φεστιβάλ, επί εποχής του προκατόχου των Τσατριάν/Ρίσενμπεεκ Ντίτερ Κόσλικ ήταν οι διπλάσιες. Αυτό έχει αποβεί προς όφελος της Berlinale. Ωστόσο, για θεμελιώδη προβλήματα –τον ανταγωνισμό αφενός από άλλα φεστιβάλ, όπως των Καννών και της Βενετίας, αφετέρου από τις πλατφόρμες, τη χρονική εγγύτητα με την απονομή των Όσκαρ, τον μαρασμό του χώρου διεξαγωγής του φεστιβάλ στην Πότσνταμερ Πλατς– λίγα πράγματα μπόρεσαν να κάνουν ο Τσατριάν και η Ρίσενμπεεκ.Από τον Απρίλιο τη διεύθυνση της Berlinale θα αναλάβει η Αμερικανίδα Τρίσα Τατλ. Δεν ξέρουμε τι προσανατολισμό θα δώσει εκείνη στο φεστιβάλ. Πάντως, η έμπειρη μάνατζερ παρόμοιων διοργανώσεων χάρισε τελευταία μια σημαντική αύξηση του κοινού για το κινηματογραφικό φεστιβάλ του Λονδίνου. Το τι ακριβώς θέλει να κάνει στην Berlinale είπε πώς θα το αποκαλύψει αφού αναλάβει καθήκοντα. Περιμένουμε εναγωνίως. Αν και, όπως είπε η ίδια η Τατλ σε συνέντευξή της: «Καθένας που δουλεύει στον χώρο των φεστιβάλ γνωρίζει πολύ καλά πως δεν υπάρχουν περιθώρια εγκλιματισμού κι ότι όλα γίνονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Κάνεις ένα σωρό καταπληκτικά σχέδια και μετά όλα έρχονται αλλιώς ή πάνε στραβά κι έτσι καλείσαι να αντεπεξέλθεις σε αυτές τις ανατροπές, πράγμα που σου τρώει όλο σου τον χρόνο και την ενέργεια».