ΒΙΝΤΕΟ
Οι (α-)δυνατότητες της ποιητικής μετάφρασης
Μεταφράζεται η ποίηση ή θα έπρεπε να μιλήσουμε για μια εκ νέου γραφή και μετατροπή; Πόση ελευθερία είναι επιθυμητή και επιτρεπτή σε σχέση με το πρωτότυπο; Αλλάζει η αντίληψή μας για τον σκοπό και το έργο της μετάφρασης; Για τα θέματα αυτά, από το παραδοσιακό ερώτημα της «πιστότητας» μέχρι τη θεώρηση της μετάφρασης ως ανοιχτής διαδικασίας, γίνονται πολλές συζητήσεις.
Η Έλενα Παλλαντζά, μεταφράστρια ποίησης η ίδια από τα γερμανικά στα ελληνικά και αντίστροφα, συνάντησε την ποιήτρια Maren Kames σε μια συζήτηση με τη Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, που αυτή την περίοδο ασχολείται με το βιβλίο της Kames LUNA LUNA και με την απόδοσή του στα ελληνικά. Ματιές στα εργαστήρια των συγγραφέων και των μεταφραστών, αλλά και μια ανταλλαγή απόψεων για τη μορφή, τον ήχο και το νόημα στο παράδειγμα των γερμανικών και των ελληνικών έχουν στόχο να δείξουν την ποικιλία κριτηρίων με την οποία προσεγγίζεται αυτή η σύνθετη εργασία.
Έλενα Παλλαντζά (συντονισμός)
Μάρεν Κάμες
Μαρίνα Αγαθαγγελίδου
Έλενα: Θέμα της διαδικτυακής μας συζήτησης είναι η μετάφραση της ποίησης – οι δυνατότητες και οι α-δυνατότητές της. Το πρώτο α-δύνατο είναι φυσικά να εξαντλήσουμε το θέμα στο χρονικό πλαίσιο που διαθέτουμε. Θα επιχειρήσουμε όμως να θίξουμε κάποιες βασικές πτυχές του ζητήματος και μέσω ενός ελληνογερμανικού παραδείγματος να τοποθετηθούμε απέναντί τους.
Έλενα: Όλοι όσοι ασχολούνται με τη λογοτεχνική μετάφραση γνωρίζουν όχι μόνο τα ποικίλα και περίπλοκα ερωτήματα που εγείρει η εργασία αυτή σε κάθε της βήμα, αλλά και το ότι πρόκειται για μια ατέρμονη συζήτηση που διεξάγεται εδώ και αιώνες. Οι επιμέρους απόψεις είναι συχνά εκ διαμέτρου αντίθετες και αφορούν τόσο παραδοσιακά ερωτήματα, όπως π.χ. το περίφημο ζήτημα της πιστότητας, όσο και μια γενικότερη στάση απέναντι στο μετάφρασμα ως στατικό τελικό προϊόν ή ως ανοιχτή διαδικασία, ως continuum.
Έλενα: Είναι γεγονός ότι στην περίπτωση της ποίησης το ζήτημα της μεταφρασιμότητας τίθεται πιο επίμονα από ό,τι σε άλλα είδη λόγου. Αυτό οφείλεται προφανώς στο ότι εδώ συντελείται μέγιστη πύκνωση περιεχομένου και μορφής σε ελάχιστο χώρο, απόλυτη σύμπραξη ρυθμού, ήχων και διανοημάτων με όχημα τη γλώσσα. Έτσι κάθε μεταφραστικό ερώτημα ανακινεί στην ουσία θέματα ποιητικής.
Έλενα: Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο νου βλέποντας το βίντεο είναι το εξής: Μετάφραση σημαίνει πάνω απ’ όλα μεταμόρφωση, αναδημιουργία. Το βίντεο μάς μεταδίδει άμεσα την αίσθηση αυτής της μεταμόρφωσης, της μετασχηματισμένης φωνής.
Μάρεν, εσύ δεν γνωρίζεις ελληνικά. Πώς αισθάνεσαι ακούγοντας τη Μαρίνα;
Μάρεν: Eξυπακούεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να αφεθώ αποκλειστικά στην ακοή μου. Δεν μπορώ παρά να ακολουθήσω τον ήχο και το ρυθμό. Το βρίσκω όμως συναρπαστικό, και, όσες φορές κι αν δω το βίντεο, έχω την υποψία ότι αν κάποιος τοποθετούσε τις δυο φωνές, της Μαρίνας και τη δική μου, τη μία πάνω στην άλλη, οι φράσεις που λέμε, τα μέτρα, η διάρκειά τους, θα συνέπιπταν με ακρίβεια χιλιοστού του δευτερολέπτου. Kαι το συναρπαστικό για μένα είναι η διαπίστωση ότι μπορώ να αισθανθώ τέτοια οικειότητα με μια γλώσσα, στην οποία δεν έχω καμία πρόσβαση μέσω λεξιλογίου και σημασίας, μόνο και μόνο ακούγοντας πόσο ο ρυθμός της μετάφρασης αντιστοιχεί στη φωνή του δικού μου κειμένου, πόσο το ακολουθεί. Από ένα σημείο και μετά μάλιστα έχω την αίσθηση ότι μπορώ να αναγνωρίσω και κάτι απ’ την τονικότητα: πότε η φωνή ανεβαίνει, πότε κατεβαίνει... Κι όταν, τέλος, μέσα από επιμέρους λέξεις και στη συζήτηση με τη Μαρίνα, μου δίνεται η δυνατότητα να κατανοήσω το μηχανισμό με τον οποίο προσπαθεί να δημιουργήσει αυτές τις αντιστοιχίσεις και να παρακολουθήσω τον τρόπο της προσέγγισής της, τότε, ναι, μπορώ πια να μιλήσω για εμπιστοσύνη σε προχωρημένο στάδιο...
Έλενα: Εσύ από την άλλη, Μαρίνα, κινείσαι σ’ έναν μεσοδιάστημα. Πρώτα ακούς και διαβάζεις γερμανικά, κι ύστερα μιλάς και γράφεις ελληνικά. Τι ακριβώς συμβαίνει στο μυαλό σου εκείνη τη στιγμή; Θα μπορούσες να μας περιγράψεις αυτό το χώρο ανάμεσα στην αφωνία του πρωτότυπου και μέχρι το σημείο στο οποίο εσύ του χαρίζεις μια καινούρια φωνή;
Μαρίνα: Θα έλεγα ότι πρόκειται για μια διαδικασία αφενός καθαρά γλωσσική και αφετέρου λογοτεχνική-δημιουργική. Οι δύο γλώσσες, τα γερμανικά και τα ελληνικά, είναι όλη την ώρα παρούσες και ηχούν στο μυαλό μου κι όταν αρχίζω να μεταφράζω, προσπαθώ να τις κάνω να δονούνται στην ίδια συχνότητα. Στη μετάφραση όμως, δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με τη γλώσσα εν γένει, αλλά και μ’ ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό κείμενο, το πρωτότυπο. Το πρωτότυπο υπάρχει ως κάτι πλήρες, ολοκληρωμένο, με το περιεχόμενο και τη μορφή του, μια άρρηκτη ενότητα. Για μένα το κείμενο αυτό, το πρωτότυπο, δεν σταματά ποτέ να μιλά – ακόμη κι αν είναι τυπωμένο σ’ ένα φύλλο χαρτί – αντίθετα, έχει τη δική του ολοκάθαρη φωνή, την οποία όμως, πριν ξεκινήσω να μεταφράζω, πρέπει να αναγνωρίσω και να αντιληφθώ επακριβώς. Αυτό είναι, λοιπόν, το πρώτο βήμα: το άνοιγμα προς την άλλη γλώσσα, η σταδιακή προσέγγιση αυτής της φωνής. Και στη συνέχεια προσπαθώ να δημιουργήσω κάτι καινούριο, σε μια άλλη γλώσσα, βήμα βήμα, λέξη προς λέξη. Αλλά η φωνή του πρωτότυπου είναι πάντα εκεί, είναι η βάση που μου δείχνει το δρόμο και τον στόχο στον οποίο θέλω να φτάσω.
Έλενα: Το δεύτερο πράγμα που τράβηξε την προσοχή μου βλέποντας το βίντεο είναι ο τρόπος που αρχίζει: Σας βλέπουμε καθισμένες τη μία απέναντι στην άλλη, την μεταφράστρια και την ποιήτρια, σε σχέση διάδρασης και ισοτιμίας. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, εκπέμπει ένα μήνυμα. Πολύ συχνά λέγεται ότι ο μεταφραστής δεν είναι παρά η σκιά του συγγραφέα, η φωνή που μόνο μιμείται – αυτή είναι αν μη τι άλλο η παλιά, η παραδοσιακή ίσως αντίληψη για τη μετάφραση. Έχω όμως την αίσθηση ότι τα τελευταία χρόνια το έργο της μετάφρασης χαίρει όλο και μεγαλύτερης προσοχής και αναγνώρισης, γεγονός που αντικατοπτρίζεται εντωμεταξύ και στις ποικίλες δυνατότητες χρηματοδότησης που βλέπουμε τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό χώρο, για παράδειγμα στις γερμανόφωνες χώρες. Θα ήθελα λοιπόν, Μαρίνα, να σε ρωτήσω αν συμφωνείς, αν παρατηρείς κι εσύ μια τέτοια εξέλιξη.
Μαρίνα: Νομίζω ότι η παρατήρηση είναι σωστή κατά βάση και στο βίντεο λειτουργεί σε συμβολικό επίπεδο – δεν ήταν τυχαίο, ήταν μέρος της σκηνοθεσίας. Έχω κι εγώ την εντύπωση ότι τα τελευταία χρόνια κάτι αλλάζει κι ότι ο ρόλος και το έργο της μετάφρασης αναγνωρίζονται και εκτιμώνται σε μια ευρύτερη κλίμακα. Αυτό βέβαια δεν προέκυψε από μόνο του, είναι – τουλάχιστον εδώ στη Γερμανία, όπου ζω και μπορώ να το παρακολουθήσω – το αποτέλεσμα μιας σειράς πρωτοβουλιών διαφόρων ιδρυμάτων και δικτύων. Έχουμε ωστόσο ακόμα αρκετό δρόμο μπροστά μας, αν σκεφτούμε για παράδειγμα ότι πολλοί εκδοτικοί οίκοι εξακολουθούν να μην θεωρούν χρήσιμο ή απαραίτητο να αναγράφουν το όνομα του μεταφραστή στο εξώφυλλο ενός βιβλίου ή όταν στην παρουσίαση ενός νέου τίτλου σε μια μεγάλη εφημερίδα ο μεταφραστής παραμένει ανώνυμος, όπως αν ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκωρντ ή η Έλενα Φεράντε, για να αναφέρω δύο γνωστά ονόματα της σύγχρονης λογοτεχνίας, είχαν γράψει τα βιβλία τους απευθείας στα γερμανικά.
Έλενα: Μάρεν, παράλληλα με το γράψιμο ασχολείσαι και με τη μετάφραση. Θέλεις να μας μιλήσεις γι’ αυτή σου τη δραστηριότητα;
Μάρεν: Εγώ, σε αντίθεση με τη Μαρίνα, εισχώρησα στο χώρο της μετάφρασης από την «πλαϊνή πόρτα», αν και είναι συζητήσιμο το κατά πόσο το βήμα από το γράψιμο στη μετάφραση είναι πράγματι τόσο μεγάλο. Στην δική μου περίπτωσή πάντως ήταν κάτι σαν το ζευγάρωμα δυο δίδυμων φωνών που προέκυψε από το εξής: κάποιος διάβασε τα κείμενά μας και εντόπισε ομοιότητες στο ρυθμό, στον τρόπο που δουλεύουμε με τη γλώσσα, στην ποιητική – και ανακάλυψε ίσως ένα είδος συγγένειας που είναι δύσκολο να προσδιορίσω ακριβώς, αλλά που αισθάνομαι μέχρι και σήμερα σ’ αυτή τη συνεργασία. Έτσι λοιπόν, εδώ και τρία περίπου χρόνια μεταφράζω μία θεατρική συγγραφέα που κατάγεται από το Ισραήλ. Η μητρική της γλώσσα είναι τα εβραϊκά, αλλά γράφει τα έργα της αποκλειστικά στα αγγλικά, τα οποία μέχρι στιγμής έχουν ανεβεί κυρίως σε γερμανικές θεατρικές σκηνές. Κι αυτό έχει μια ιδιαιτερότητα, γιατί η Σιβάν Μπεν Γίσαϊ, αυτό είναι τ’ όνομά της, εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη μετάφραση, καθώς τα έργα της υπάρχουν στην ουσία μόνο μεταφρασμένα. Έχω και μαζί της μια πολύ στενή και ισότιμη σχέση, «χτενίζουμε» τις λέξεις, διερευνούμε τα αντηχεία τους, και αυτό είναι μια εξαιρετικά ωφέλιμη παράλληλη δραστηριότητα. Κατά καιρούς μάλιστα γίνεται η κύρια δραστηριότητά μου: όταν μεταφράζω τα έργα της, δεν γράφω δικά μου πράγματα και θέλω, όσο είναι δυνατό, να μην κάνω κάτι άλλο. Και τότε νιώθω σαν να φοράω στο κεφάλι μου τα κείμενά της, τη φωνή της, το δικό της σύμπαν σαν μια τεράστια κάλτσα και να χάνομαι ολόκληρη εκεί μέσα.
Έλενα: Εσύ αντιθέτως, Μαρίνα, έχεις σπουδάσει λογοτεχνική μετάφραση. Τα όσα μάς περιέγραψε η Μάρεν με οδηγούν στην εξής ερώτηση: Ποια είναι η γνώμη σου για το ότι τόσο διαφορετικοί άνθρωποι μεταφράζουν λογοτεχνία; Κάποιοι μεταφράζουν, επειδή είναι φιλόλογοι, άλλοι επειδή ήταν για χρόνια επιμελητές εκδόσεων, πολύ συχνά βλέπουμε τους ίδιους τους ποιητές να μεταφράζουν ποίηση – ενώ παράλληλα έχουμε και τους επαγγελματίες μεταφραστές λογοτεχνίας με τη σχετική εκπαίδευση. Θα ήθελες να μας πεις ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματα της κάθε κατηγορίας;
Μαρίνα: Στην περίπτωσή μου το γεγονός ότι είχα την δυνατότητα για δύο χρόνια να σπουδάσω λογοτεχνική μετάφραση στο γερμανικό τμήμα του ΕΚΕΜΕΛ, του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνικής Μετάφρασης στην Αθήνα, το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει πια, ήταν εξαιρετικά ωφέλιμο. Εκεί έμαθα τα εργαλεία της δουλειάς από τους καθηγητές και τις καθηγήτριές μου που ήταν όλοι τους έμπειροι μεταφραστές. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει κάποιος να έχει σπουδάσει μετάφραση, για να μπορεί να μεταφράσει. Για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της «πλαγίας οδού» δεν είμαι τόσο σίγουρη, με την έννοια ότι δεν θα μπορούσα να τα απαριθμήσω τόσο εύκολα αυτή τη στιγμή. Θα έλεγα απλά το εξής: Όποιος νιώθει ότι θέλει να ασχοληθεί με τη μετάφραση, μπορεί και πρέπει να το κάνει. Μοναδικές προϋποθέσεις είναι κατά τη γνώμη μου το καλό γλωσσικό αισθητήριο και στις δύο γλώσσες, τη γλώσσα προέλευσης και τη γλώσσα-στόχο, η αγάπη για τη λογοτεχνία και η όρεξη να δουλεύει με τη γλώσσα. Ο καθένας βρίσκει το δικό του δρόμο, το δικό του τρόπο προκειμένου να εξελιχθεί και να βελτιωθεί. Μαθαίνει κανείς πολλά και μέσα από την ίδια τη δουλειά (learning by doing). Ενδεχομένως, όταν κάποιος δεν έχει σπουδάσει μετάφραση, να μην έχει εξαρχής τον κύκλο των συναδέλφων με τους οποίους μπορεί να βρίσκεται σε επικοινωνία. Θεωρώ αυτή την επικοινωνία πολύτιμη, τόσο για τους αρχάριους όσο και για τους έμπειρους μεταφραστές. Γι’ αυτό θα συνιστούσα σε όλους να επωφελούνται αξιοποιώντας τις προσφερόμενες δυνατότητες επιμόρφωσης, να συμμετέχουν σε σεμινάρια και εργαστήρια μετάφρασης, κ.τ.λ.
Μάρεν: Συμπληρώνοντας θα ήθελα να πω ότι αισθάνομαι ακριβώς το ίδιο. Συνήθως αποφεύγω ή διστάζω να λέω ότι είμαι μεταφράστρια. Λέω «μεταφράζω την Σιβάν Μπεν Γίσαϊ, είμαι η μεταφράστριά της» – αυτό είναι κάτι που στο μεταξύ μπορώ να πω με βεβαιότητα και έχοντας μάλιστα αρκετή εμπειρία. Αλλά πρόκειται γι’ αυτή τη μία συγκεκριμένη φωνή που γνωρίζω τόσο καλά και με την οποία έχω τόσο στενή σχέση. Αν αναλάμβανα μια άλλη μετάφραση, αυτό τουλάχιστον ισχύει για μένα που δεν διαθέτω ένα τέτοιο δίκτυο συναδέλφων και δεν έχω την ανάλογη εκπαίδευση, θα επιδίωκα αν μη τι άλλο την εντατική επαφή με τον συγγραφέα, προκειμένου να εξασφαλίσω μια δικλείδα ασφαλείας, αλλά και για να ανοίξω ένα πεδίο για ερωτήματα. Γιατί ερωτήματα θα υπάρχουν πάντα. Ακόμη και η σαφέστερη φαινομενικά πρόταση μπορεί να κρύβει μυστικά νοήματα ή σκοτεινές γωνιές που θα μπορούσαν να μεταφραστούν με χίλιους διαφορετικούς τρόπους. Οι επιλογές είναι άπειρες, και γι’ αυτό καταλαβαίνω ακριβώς τι εννοεί η Μαρίνα: Χρειάζεται πάντα ένα δεύτερο βλέμμα τουλάχιστον, αν όχι δύο, για ένα επιπλέον κοίταγμα.
Έλενα: Κι εγώ είμαι της άποψης ότι εντέλει, ανεξάρτητα από σπουδές ή προσωπική μελέτη ή ακόμα και μετά από χρόνια εμπειρίας, οδηγούμαστε πάντα στην ίδια διαπίστωση: Κάθε λέξη συνεπάγεται νέα ερωτήματα. Και κάθε φορά πρέπει να παρθεί μια νέα απόφαση. Κι αυτό μπορεί να ανατρέψει όλα όσα έχεις μάθει να κάνεις μέχρι τότε. Αλλά αυτό είναι που καθιστά αυτή την εργασία τόσο ξεχωριστή: οι μεταφραστές καλούνται να παίρνουν ανά πάσα στιγμή σημαντικές αποφάσεις, συνειδητά ή και όχι.
(Έλενα:) Λέει η ΟΥΛΡΙΚΕ ΝΤΡΕΣΝΕΡ: H μετάφραση ενός ποιητικού κειμένου είναι αδύνατη μόνο όταν κάποιος οραματίζεται την απόλυτη μίμηση. Όμως ποιος θα ήθελε κάτι τέτοιο; Και ποιος θα ήταν σε θέση να το κάνει;
Μαρίνα: Θα συμφωνήσω απολύτως με τα λόγια της Ουλρίκε Ντρέσνερ. Η μίμηση, πιστεύω, είναι η λάθος λέξη ή ο λάθος στόχος, κι αυτό ισχύει όχι μόνο για τη μετάφραση της ποίησης, αλλά – θα έλεγα λίγο προβοκατόρικα – για κάθε μετάφραση, για τον απλούστατο λόγο ότι οι γλώσσες διαφέρουν μεταξύ τους, ότι οι γραμματικές και συντακτικές δομές, οι ιδιωματισμοί, τα διαφορετικά επίπεδα και οι αποχρώσεις είναι τόσο διαφορετικά από γλώσσα σε γλώσσα, και πολλά πράγματα που στη μια γλώσσα ή στο ένα κείμενο λειτουργούν, σε μια άλλη δεν λειτουργούν καθόλου. Αν όμως εγκαταλείψουμε την ιδέα της μίμησης κι αντί γι' αυτό θέσουμε ως στόχο τη δημιουργία αντιστοιχιών ή ισοδυναμιών ανάμεσα στο πρωτότυπο και τη μετάφραση, τότε όλα είναι δυνατά – ακόμα και η μετάφραση της ποίησης.
(Έλενα:) To μεταφρασμένο κείμενο πρέπει να προκαλεί στα γερμανικά μια ανάλογη επίδραση με αυτή της γλώσσας του πρωτότυπου [αυτό που στην επιστήμη της μεταφρασιολογίας ονομάζουμε «ισοδυναμία επίδρασης»] ...Θα ‘πρεπε ωστόσο να διατηρείται και το στιγμιαίο σάστισμα που επιτρέπει τη δημιουργική απροσδιοριστία. Της ΛΕΑ ΣΝΑΪΝΤΕΡ.
Μάρεν: Θα συμφωνούσα εκατό τοις εκατό – τουλάχιστον ως προς το κομμάτι με την αναλογία της επίδρασης – και θα το έθετα ακόμη πιο απόλυτα: Κατά τη γνώμη μου, η επίδραση οφείλει να είναι όσο γίνεται πιο ανάλογη, πράγμα όμως – κι αυτό συνδέεται με την προηγούμενη ρήση – που στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να επιτευχθεί μέσα από την απόλυτη μίμηση. Έχω μάλιστα την υποψία ότι μπορεί να επιτευχθεί μόνο, αν απαλλαγούμε από αυτό το σχεδόν δουλικό «ένα προς ένα» και ακολουθήσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού του κάθε κειμένου και την ιδιαίτερη γραμματική που χτίζεται εκεί, την όλη στάση που μεταδίδει καθώς και την υφή του, δηλαδή, όλα αυτά τα στοιχεία από το ρυθμό και τον ήχο μέχρι τους νεολογισμούς και τη σημασιολογία. Κι όλα αυτά χωρίς να κρέμεται από πάνω μας η δαμόκλειος σπάθη του "πρέπει να μεταφράσω λέξη προς λέξη". Αν ήταν έτσι, τότε θα μπορούσαμε να τα δίνουμε όλα στον αυτόματο μεταφραστή του Google (δεν ξέρω ποιος θα έμενε ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα, εγώ σίγουρα όχι). Το να δίνουμε προσοχή στην ισοδυναμία ή την αισθητική της επίδρασης ενός κειμένου είναι ολοφάνερα ακριβώς το αντίθετο, μια εντελώς διαφορετική διαδικασία που καμία μηχανή δεν μπορεί να αναλάβει. Γιατί είναι πολύ σημαντικό να δοκιμάζουμε παρακαμπτήριους: Όταν δεν μπορώ να μεταφράσω κατά λέξη μια έκφραση στα ελληνικά, αλλά σε κάποιο άλλο σημείο μπορώ να αναζητήσω και, ιδανικά, να βρω μια λύση που χαρακτηρίζεται από την ίδια κίνηση, που παίζει με τους ίδιους κανόνες αλλά σε διαφορετικό σημείο, τότε προσεγγίζω κατά πολύ το πρωτότυπο, δημιουργώ συνάψεις ανάμεσα στα δύο κείμενα. Όσο για το «στιγμιαίο σάστισμα»: Μπορώ να το καταλάβω, θα έλεγα όμως ότι είναι κάτι που διαφέρει κατά περίπτωση. Δεν θεωρώ δηλαδή αναγκαίο ότι κάθε μετάφραση σε μια άλλη γλώσσα πρέπει εξ ορισμού να εκπέμπει σήματα ότι πρόκειται για μετάφραση. Δεν είναι κάτι που ισχύει για κάθε διαδικασία γλωσσικής μεταγραφής.
Έλενα: Είμαι κι εγώ αυτής της γνώμης. Πιστεύω, ωστόσο, ότι θα μπορούσαμε να εννοήσουμε το «στιγμιαίο σάστισμα» ως τα ελάχιστα εκείνα στοιχεία που υποδηλώνουν ότι το πρωτότυπο κείμενο δεν είναι – εν προκειμένω – γερμανικό, ότι στην πραγματικότητα έχει μια ξένη ταυτότητα. Κι ότι αυτό πρέπει επίσης με κάποιον τρόπο να διαφυλαχθεί, ως μια υπόμνηση ίσως του εξωτικού στοιχείου ή του στοιχείου της ξενότητας, γιατί η μετάφραση έχει τελικά να κάνει με την ξενότητα.
Μάρεν: ...σαν μια υπόδειξη της μετάβασης που φανερώνει ότι το κείμενο έχει πίσω του μια διαδρομή από τον ένα γλωσσικό χώρο στον άλλο.
(Έλενα:) Ο ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΚΟΥΜΠΙΝ κινείται προς την κατεύθυνση της ερμηνείας: Mετάφραση σημαίνει να κάνεις το ακατανότητο κατανοητό ή έστω πιο κατανοητό. Στη γλώσσα του Χάιντεγκερ: να απο-καλύπτεις.
Μαρίνα: Εδώ θα διαφωνήσω ριζικά. Δεν πιστεύω ότι η δουλειά του μεταφραστή είναι να κάνει κάτι πιο κατανοητό ή να το επεξηγήσει. Πιστεύω ότι η λογοτεχνία ούτως ή άλλως δεν χρειάζεται εξηγήσεις. Όταν στο πρωτότυπο κείμενο υπάρχουν σημεία αμφίσημα, αφηρημένα, περίπλοκα ή που δεν είναι άμεσα προσβάσιμα, τότε αυτό αποτελεί εγγενές στοιχείο του κειμένου, οφείλει να διατηρηθεί ως τέτοιο και να μεταφερθεί στην άλλη γλώσσα. Ακόμα και στην περίπτωση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων ή των πραγματολογικών στοιχείων που εισδύουν σ’ ένα κείμενο και σχετίζονται π.χ. με την ιστορία μιας χώρας και τα οποία θεωρούνται ενδεχομένως δεδομένα για το αναγνωστικό κοινό της μίας χώρας, ενώ δεν είναι καθόλου γνωστά στο κοινό μιας άλλης, θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να αποφεύγει κανείς να τα καταστήσει πιο κατανοητά μέσα στο ίδιο το κείμενο. Θα μπορούσε το πολύ να προσθέσει μια σημείωση ή μια υποσημείωση – αυτό θα ήταν αρκετό.
(Έλενα:) Κι εδώ μια σκέψη της ΕΣΤΕΡ KINΣKΙ: Βλέπω με επιφύλαξη τον τονισμό του ρόλου του μεταφραστή ως «γεφυροποιού» και «πολιτισμικού διαμεσολαβητή»... Κάθε μετάφραση είναι κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα μιας δημιουργικής διαδικασίας με υλικό τη γλώσσα... μια διαδικασία όπου το «τι» υποχωρεί μπροστά στο «πώς».
Μάρεν: Κι εδώ, το πρώτο μέρος ειδικά, με βρίσκει απολύτως σύμφωνη. Χωρίς να θέλω να θίξω κανέναν, θεωρώ ότι λέξεις όπως «γεφυροποιός» ή «πολιτιστικός διαμεσολαβητής» ή γενικώς «πολιτιστική διαμεσολάβηση» προέρχονται από ένα πεδίο της γλώσσας που δεν έχει καμία σχέση με τη λογοτεχνική μετάφραση, παρά μάλλον με τη γλώσσα των αιτήσεων χρηματοδότησης. Ένας άλλος λόγος που βλέπω αυτούς τους όρους με καχυποψία είναι γιατί βασίζονται στην υπόθεση ότι τα λογοτεχνικά κείμενα και πιθανώς οι γλώσσες στο σύνολό τους είναι στατικά προϊόντα που μεταφέρονται από τη μια χώρα στην άλλη, σαν να ήταν φορτία πλοίων. Εγώ όμως πιστεύω ακράδαντα ότι όλο αυτό είναι πολύ πιο περίπλοκο και είναι πολύ πιο περίπλοκο ακριβώς λόγω του «πώς» που αναφέρει η Έστερ Κίνσκι. Κι όταν παρακολουθεί κανείς από κοντά τη μεταφραστική διαδικασία – οποιαδήποτε μεταφραστική διαδικασία –, τότε το στοιχείο αυτό αρχίζει να χάνει την υπόστασή του. Διότι, για παράδειγμα, δύο ισπανόφωνοι συγγραφείς μπορεί να έχουν εντελώς διαφορετικές φωνές, και η μία φωνή να λέει στον έναν περισσότερα και η άλλη στον άλλον – και από αυτή την άποψη, όλο αυτό το έξωθεν επιβεβλημένο και μεγαλεπήβολο όραμα της πολιτισμικής διαμεσολάβησης δεν με αφορά καθόλου. Και όταν μεταφράζω η ίδια και όταν μεταφράζονται κείμενα μου, είμαι απασχολημένη με αμέτρητες λεπτομέρειες που είναι καταρχάς πολύ πιο σημαντικές από αυτό το ιδεολογικό περιτύλιγμα. Πώς εξαργυρώνεται λοιπόν η αξία του μεταφραστικού έργου – αυτό ας το κρίνουν οι άλλοι. Η Έστερ Κίνσκι λέει ακόμα ότι η μετάφραση είναι μια διαδικασία κατά την οποία το «τι» υποχωρεί μπροστά στο «πώς». Δεν θα το έβλεπα ιεραρχικά, πιστεύω απλώς ότι όταν κάποιος μεταφράζει είναι τόσο απορροφημένος από το «πώς» που το «τι» ακολουθεί αυτόματα.
(Ακολουθεί ανάγνωση σε αποσπάσματα του LUNA LUNA στα γερμανικά και στα ελληνικά)
Μάρεν: Σκεφτήκαμε ότι θα ήταν ωραίο να δούμε από κοντά κάποιες λεπτομέρειες, σαν μια σύντομη επίσκεψη σε ορισμένα σημεία πάνω στα οποία «σκοντάψαμε» ή που είχαν κάποιες ιδιαιτερότητες και μας ανάγκασαν να αναζητήσουμε εναλλακτικές λύσεις ή να καταφύγουμε σε τεχνάσματα κ.τ.λ. (Ας τα δούμε λοιπόν ένα ένα.)
Μάρεν: Ας αρχίσουμε με την εισαγωγή. Η πρώτη φράση του βιβλίου είναι: „das wird super. aber was du vorher wissen musst: 1 scheiße und eiskaltz“. Έχουμε δηλαδή στα γερμανικά δώδεκα λέξεις και ήδη ανάμεσα σ’ αυτές τις πρώτες δώδεκα λέξεις εμφανίζεται ένα "super", μετά "scheiße" και μετά "eiskaltz" με ένα -z- στο τέλος. Με άλλα λόγια βυθιζόμαστε αμέσως στην αργκώ, με τη λέξη " scheiße" περισσότερο από ό,τι με το "super". Και τα δύο είναι λέξεις που δεν θα περιμέναμε απαραιτήτως σε ένα ποιητικό κείμενο υψηλού υποτίθεται επιπέδου, ωστόσο οφείλουμε κι εδώ να εξετάσουμε τις λεπτές αποχρώσεις, να αναζητήσουμε την ισοδύναμη έννοια στα ελληνικά – για το "super" και το " scheiße " και το "eiskaltz ". Και αν δεν κάνω λάθος, Μαρίνα, το "super" ήταν η εύκολη σχετικά περίπτωση...
Μαρίνα: Ναι, σε αυτήν την περίπτωση αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τη λέξη «τέλεια», που στα ελληνικά λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο στην καθημερινή γλώσσα. Είναι πολύ συνηθισμένη έκφραση.
Μάρεν: Ενώ αντίθετα το „perfekt“ στα γερμανικά δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά όσο το „super“. Το „super“ είναι πιο θρασύ, και, θα λέγαμε, ένα επίπεδο κάτω από το „perfekt“.
Μαρίνα: Στα ελληνικά είναι αλλιώς σ’ αυτή την περίπτωση. Στη συνέχεια είχαμε το "scheiße", που επίσης δεν πρέπει απαραίτητα να αποδοθεί κατά λέξη στα ελληνικά. Εννοώ ότι η αντίστοιχη ελληνική λέξη για το "scheiße" («σκατά») δεν χρησιμοποιείται τόσο πολύ, γι' αυτό προτίμησα μια άλλη λέξη εδώ, και συγκεκριμένα το «χάλια». Το δυσκολότερο απ’ όλα όμως ήταν αυτό το «eiskaltz».
Μάρεν: Το καλό με το «χάλια», αν το προφέρω σωστά, είναι ότι, όπως και το "scheiße", μπορεί να είναι και ουσιαστικό και επίρρημα, οπότε καταλήγουμε: «θα είναι τέλεια. / αλλά / αυτό που πρέπει να ξέρεις από πριν: 1 χάλια και ψόφος» Αυτές ήταν κάποιες μικροεπιτυχίες στις οποίες η Μαρίνα κατέληξε σχετικά γρήγορα, αλλά που παρ’ όλα αυτά μας έκαναν πολύ χαρούμενες. Το "eiskaltz" ήταν πιο δύσκολο ...
Μαρίνα: Το "eiskaltz" είναι νεολογισμός και καθώς σκεφτόμουνα τις πιθανές λύσεις, συνειδητοποίησα ότι πολλοί νεολογισμοί δεν θα λειτουργούσαν εδώ. Έτσι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τη λέξη «ψόφος». Η λέξη, εκτός από τη συνήθη χρήση της ως ουσιαστικού, απαντά και στην παρακάτω φράση της αργκώ: «κάνει ψόφο». - και με αυτήν την έννοια του «πεθαίνω από το κρύο» είναι πολύ κοντά στο "eiskaltz". Αυτό που επίσης μου άρεσε και με έπεισε τελικά να επιλέξω τη συγκεκριμένη λέξη ήταν η αντιστοιχία ανάμεσα στο «χάλια» και το «ψοφος»: Είναι και οι δύο δισύλλαβες λέξεις, και οι φθόγγοι -χ- και -ψ- στα ελληνικά είναι κοντά ο ένας στον άλλο, έχουν μια ηχητικη συγγένεια.
Μάρεν: Ακριβώς, πράγμα που φαίνεται και στα γερμανικά με τα ομόηχα "sch-eiß-e" και "eis-kaltz". Ήθελα εδώ αυτό το ψυχρό, το αιχμηρό, κι έτσι, όταν η Μαρίνα μου είπε ότι το «ψόφος» σημαίνει στην κυριολεξία «θάνατος», πράγμα αρκετά βαρύ – θεώρησα ότι μέσα στο κείμενο είναι τόσο έντονο αυτό το αίσθημα, κάτι που πεθαίνει ή φεύγει, κάτι που χάνεται ή διαλύεται σε κομμάτια, κι όλο αυτό το σκοτάδι στο οποίο βουλιάζει κανείς μετά από την εισαγωγή, κι έτσι βρήκα αυτό το συνδυασμό –κάτι παγωμένο και κάτι πολύ κοντινό στο θάνατο – μια εξαιρετική λύση.
Μαρίνα: Εδώ έχουμε τον τίτλο "luna luna" και μετά το "lunar" ως επίθετο, Μάρεν.
Μάρεν: Aυτό που μ’ αρέσει στο "luna luna" είναι ότι δεν ανήκει ούτε στα γερμανικά ούτε στα ελληνικά. Eίναι σαν να έρχεται από μια ενδιάμεση, διακοσμική γλώσσα: Στα γερμανικά δεν υπάρχει η Luna, δηλ. θηλυκό, το φεγγάρι είναι αρσενικού γένους. Αλλά δεν υπάρχει ούτε στα ελληνικά – ποια είναι η ελληνική λέξη για το «φεγγάρι»;
Μαρίνα: Στα ελληνικά έχουμε δύο λέξεις, το «φεγγάρι» που είναι ουδέτερο και τη «σελήνη» που είναι όντως θηλυκό. Και από τη «σελήνη» παράγεται – και είναι ετυμολογικά συγενές – το επίθετο «σεληνιασμένη». Κι αυτή είναι η λέξη που χρησιμοποίησα στη δεύτερη περίπτωση. Δεν θέλησα να αλλάξω κάτι στον τίτλο: το "luna luna" είναι, όπως είπες, διεθνής όρος. Ο καθένας καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για το φεγγάρι. Όσο για το «σεληνιασμένη» έχει αυτή την έννοια του «τρελαίνομαι», το οποίο, από ό,τι κατάλαβα, ήθελες εδώ.
Μάρεν: Ναι, απόλυτα. Στην πραγματικότητα ο τίτλος προέρχεται από τον αγγλικό στίχο „I used to be a lunatic“ από το τραγούδι No More I Love You's της Annie Lennox. Και ήθελα οπωσδήποτε το «σεληνιακό» μέσα στο κείμενό μου, ακριβώς επειδή ετυμολογικά είναι πολύ πιο κοντά στην τρέλα απ’ ό,τι το „Mond“/«φεγγάρι». Από αυτή την άποψη, ακόμα κι αν θέλαμε, δεν θα μπορούσαμε να πειράξουμε τον τίτλο, δεν χρειάστηκε όμως, κι όσο για το „lunar“ η Μαρίνα βρήκε ...την «τρελή του φεγγαριού».
Στη συνέχεια ακολουθεί η χήνα από παπιέ μασέ.
Μάρεν: Εκείνη, λοιπόν, (δηλ. το θηλυκό λυρικό εγώ) κολλάει επάνω της μια χήνα από παπιέ μασέ, η οποία αμέσως μετά θα σκάσει. Σε κάποιο άλλο σημείο λίγο παρακάτω λέει κατά λέξη: «μου κόλλησα μία». Σε πρώτο επίπεδο θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι απλώς επαναλαμβάνει την πρόταση, αλλά έτσι όπως τη διακόπτει, η φράση αποκτά μια άλλη σημασία, καθώς στα γερμανικά το «μου κόλλησα μία» έχει και τη σημασία του: «αυτοχαστουκίζομαι». Κι αυτό...
Μαρίνα: ... αυτό ήταν ένα σημείο, για το οποίο συζητήσαμε πολλή ώρα. Και ήταν προβληματικό, γιατί ήταν αδύνατο να σχηματίσω κάτι αντίστοιχο με το ρήμα «κολλάω». Σκέφτηκα και σου πρότεινα διάφορες λύσεις, θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω ιδιωματισμούς με ανάλογη σημασία. Στα ελληνικά π.χ. έχουμε την έκφραση «κόλλησα κάποιον στον τοίχο», που σημαίνει αφοπλίζω κάποιον, τον φέρνω σε δύσκολη θέση. Τις απορρίψαμε όμως, καθώς το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στη δοτική του πρώτου στίχου. Άρα στα ελληνικά δεν θα λειτουργούσε το ρήμα «κολλάω», γιατί θα ήμουν αναγκασμένη να πώ: «κόλλησα πάνω μου».
Μάρεν: Και δεν εννοεί αυτό εδώ…
Μαρίνα: Γι 'αυτό κατέληξα σε μια άλλη λέξη: "φτιάχνω", κατασκευάζω με τα χέρια ή απλά κάνω. Και εσύ πρότεινες να εισαγάγουμε την επανάληψη σε κάποιο άλλο σημείο του κειμένου.
Μάρεν: Ακριβώς. Γιατί το ζητούμενο είναι τελικά να λειτουργούν οι μεταβάσεις μέσα στο κείμενο, οι αρθρώσεις. Ακόμα κι αν πρόκειται για ένα αποσπασματικό κείμενο, ένα κείμενο-κολάζ, η ροή των σκέψεων του ποιητικού υποκειμένου έχει μεγάλη σημασία. Μετά το χαστούκι που δίνεται στο γερμανικό κείμενο, ακολουθεί το παρακάτω απόσπασμα: «κι αν είναι να με πληγώσει ας με πληγώσει, [...] το αφήνω να μπει μέσα...». Έτσι, ακόμη και αν δεν μπορεί να κατασκευαστεί κάτι ανάλογο με το «κολλάω», ακόμα κι αν χάνονται ο ιδιωματισμός και η εσωτερική αναφορά, πρέπει να διασωθεί η μετάβαση. Και τότε αποφασίσαμε να πάρουμε κάτι από αυτό το πολύ υπνωτιστικό «κατεβατό» του πρώτου μέρους και να το επαναλάβουμε – σαν μια υπόμνηση, μια σύντομη ενδιάμεση ανακεφαλαίωση: «μετά βρόμαγε / εγώ βούλιαξα». Ωστόσο – και ας κλείσουμε μ’ αυτό: Υπάρχει ακόμη μια πάπια που στριφογυρίζει στο μυαλό μας! Κάποια στιγμή είχες την ιδέα να αντικαταστήσουμε τη χήνα με πάπια, γιατί έτσι θα είχαμε στα ελληνικά ένα ηχητικό πλεονέκτημα...
Μαρίνα: Το ηχητικό πλεονέκτημα είναι ότι η «πάπια» είναι πολύ κοντά στο «παπιέ μασέ».
Μάρεν: Και εγώ τότε είπα ότι δεν μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς, αλλά για μένα η πάπια ως ζώο είναι πολύ μικροκαμωμένη και σκυφτή και με κοντά ποδαράκια, ενώ πολύ πιο εύκολα μπορώ να φανταστώ μια μεγαλόσωμη σχετικά χήνα με το μακρύ, κομψό λαιμό της ως χάρτινη φιγούρα, την οποία φτιάχνει κάποιος με το μυαλό του και στη συνέχεια την κολλάει πάνω του. Αυτή είναι η δυσκολία, γιατί τα ζώα ως μεταφορές, με όλα όσα μεταφέρουν σε συναισθήματα και συνειρμούς, αλλά ακόμα και ως φυσική διάπλαση, έχουν τη σημασία τους και έχουν επιλεγεί με ακρίβεια. Την ίδια στιγμή όμως, πρόκειται για ένα κείμενο που αναπτύσσεται διαρκώς μέσα από τη γλώσσα. Αν λοιπόν στα ελληνικά προσφέρεται η δυνατότητα, η πάπια και το παπιέ μασέ να συνδεθούν μέσω της ομοηχίας, θα άξιζε ίσως τον κόπο να σκεφτούμε μήπως αυτό το ζώο δεν θα’ πρεπε τελικά να αντικατασταθεί. Προς το παρόν όμως κάτι τέτοιο παραμένει ανοιχτό.
Έλενα: Ήταν μια εξαιρετική παρουσίαση! Έδειξε ακριβώς πόσα πράγματα πρέπει να λάβει υπόψη του ο μεταφραστής μπροστά σε κάθε λέξη... Πόσες εναλλακτικές λύσεις έχει, πόσους συνειρμούς και πόσες ιδέες πρέπει να ενεργοποιήσει, για να επιλέξει την κατάλληλη λέξη, την οποία μετά οφείλει να ελέγξει ξανά και ξανά, για να δει αν λειτουργεί. Υποθέτω, Μαρίνα, ότι πρόκειται για εργασία εν προόδω κι όχι για το τελικό κείμενο. Βρίσκεστε εν μέσω της διαδικασίας, οπότε όλα είναι ακόμα ανοιχτά και μπορεί να αλλάξουν, ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί το συνολικό κείμενο. Αλλά κι αυτό είναι μέρος της δουλειάς του μεταφραστή.
Θα ήθελα να κλείσουμε τη συζήτηση με το ερώτημα της μεταφρασιμότητας: Μεταφράζεται εντέλει η ποίηση; Υπάρχουν ποιητικά κείμενα που δεν μεταφράζονται, που καλό θα ήταν να μην τα αγγίζει κανείς;
Μαρίνα: Όχι. Και ειδικά όταν αυτό λέγεται γενικά και αόριστα, όπως συμβαίνει συχνά: Η ποίηση δεν μεταφράζεται ή ένα ποιητικό κείμενο δεν μεταφράζεται. Δεν μπορώ να συμφωνήσω μ’ αυτόν τον ισχυρισμό. Νομίζω πως μια τέτοια στάση εν γένει είναι λάθος. Φυσικά τυχαίνει μια λέξη, μια φράση ή ένας στίχος να μην μπορούν να μεταφερθούν λέξη προς λέξη στην άλλη γλώσσα – όπως είδαμε και προηγουμένως στα παραδείγματα. Ασφαλώς και ο μεταφραστής έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με δυσκολίες. Κατά κανόνα, όσο πιο καλό, πιο σύνθετο, πειραματικό ή καινοτόμο είναι το πρωτότυπο κείμενο, τόσο πιο δύσκολο γίνεται το έργο του μεταφραστή. Αλλά το έργο του μεταφραστή συνίσταται ακριβώς στην δημιουργική διαχείριση αυτών των δυσκολιών, στην εξεύρεση λύσεων. Αυτό είναι συχνά πολύ επίπονο, για μένα όμως εκεί βρίσκεται και η μεγάλη απόλαυση.
Μετάφραση από τα γερμανικά: Έλενα Παλλαντζά