Συνεντευξη με τον Ακυλλα Καραζηση
Ο Faust ειναι το «βιβλιο των βιβλιων»
Η παράσταση που ανεβαίνει τον Ιανουάριο του 2014 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Αθήνας βρίσκεται ήδη στο επίκεντρο των συζητήσεων. Ο σκηνοθέτης Μιχαήλ Μαρμαρινός υπόσχεται μια καινοτόμα, αντισυμβατική εκδοχή του έργου του Johann Wolfgang von Goethe. Η ελληνική απόδοση του Πέτρου Μάρκαρη σε 12.111 στίχους, η οποία ολοκληρώθηκε στο διάστημα 1997 - 2000, ήταν ένα πραγματικά «τιτάνιο εγχείρημα». Ο Ακύλλας Καραζήσης, που υποδύεται τον Φάουστ ξεδίπλωσε τις σκέψεις του γύρω από τον θεατρικό ήρωα σε μια συζήτηση που πραγματοποιήθηκε ένα βροχερό απόγευμα του Νοέμβρη στην καφετέρια του Goethe-Institut Αθηνών.
Ο Goethe εμφανίζει έναν Φάουστ απογοητευμένο από την επιτυχία και την κατοχή αγαθών, από την επιστήμη και τη θρησκεία. Τι είναι αυτό που αναζητεί τόσο απεγνωσμένα;
Ακύλλας Καραζήσης: Νομίζω πως αναζητάει (μάταια βέβαια) ό,τι η σκέψη και ο λόγος δεν μπορούν να αρθρώσουν. Αυτό φαίνεται σαφώς στον πρώτο μονόλογο, αργότερα και στο μελετητήριο, αλλά και στη σπηλιά, όπου αποσύρεται για να αφοσιωθεί στις σκέψεις του. Ο Φάουστ είναι δοσμένος ολοκληρωτικά στην εναγώνια αναζήτηση πέρα απ’ τα όρια του ορθού λόγου και της γλώσσας. Δεν πρόκειται βέβαια για μεταφυσική αναζήτηση με την έννοια του δυτικού ορθολογισμού, αλλά για την επιθυμία να γνωρίσει μια αλλιώτικα αρθρωμένη πραγματικότητα. Σήμερα ο Φάουστ θα καταγινόταν, ας πούμε, με την επιστημολογική θεωρία. Στον κλάδο αυτόν υπάρχουν αιρετικές διάνοιες, όπως ο Paul Feyerabend ή ο Hans Peter Dürr, που δίδαξε στη Χαϊδελβέργη, οι οποίοι επιδιώκουν να ξαναπιάσουν το χαμένο κόκκινο νήμα πέραν του επιστημονικού θετικισμού και να κατανοήσουν πώς είναι δυνατόν η Ευρώπη να διέγραψε έτσι απλά έναν ολόκληρο πνευματικό πλούτο που καλλιεργούν ακόμα άλλοι πολιτισμοί και γνωσιακά συστήματα. Στην μπαλάντα «Πρώτη Βαλπούργια Νύχτα» του Goethe γίνεται λόγος για δρυίδες που συμμετέχουν στη γιορτή του λόγου.
Μα ήταν ο Goethe εξοικειωμένος με τον μυστικισμό;
Όχι φυσικά! Απορρίπτει όμως την αποκλειστικά ορθολογική θεώρηση των πραγμάτων, κάτι που εν τέλει μπορεί να ερμηνευθεί ως πράξη χειραφέτησης ενάντια στο κυρίαρχο ρεύμα του κοσμοθεωρητικού θετικισμού. Στη σύγχρονη εθνολογία, π. χ. στον Claude Lévi-Strauß, αυτό εκφράζεται ως επιχείρημα κατά του «πολιτιστικού ιμπεριαλισμού» της Δύσης. Κατά τη γνώμη μου και ο Φάουστ ως πρόσωπο εντάσσεται σε αυτή την πνευματική σειρά η οποία, δυστυχώς, από τον Αριστοτέλη και ύστερα αντιμετωπίστηκε σαν ένα είδος φολκλόρ και περιθωριοποιήθηκε. Ο Φάουστ «ενέδωσε στη μαγεία» αντιδρώντας σε αυτό το κυρίαρχο ρεύμα.
Σε ποιον ή σε τι θα «ενέδιδε» σήμερα ο Φάουστ;
Γνωρίζετε τον Καλιφορνέζο εθνολόγο Carlos Castaneda, που έγινε διάσημος παντού στη δεκαετία του 1970; Αυτός λοιπόν πήγε σ’ έναν Ινδιάνο σαμάνο και προσπάθησε να έρθει κοντά στην αλήθεια, με τη βοήθεια φαρμακευτικών και παραισθησιογόνων βοτάνων. Έτσι ακριβώς ξεκινάει η σχέση του Φάουστ με τον Μεφιστοφελή. Σημειώστε και το εξής: και οι δυο επιχειρούν μια πτήση πάνω σε μανδύα. Μετά από την πρώτη εμφάνιση του Μεφιστοφελή, το κείμενο διαβάζεται σαν μια παράθεση αποσπασματικών σκηνών έξω από το χρόνο. Υπάρχει π.χ. μια έξοδος απ’ το πανδαιμόνιο κι ο Φάουστ βρίσκεται ξαφνικά σε μια εξοχή όπου η Γκρέτχεν περνάει από μπροστά του. Σαν όνειρο, αλλά με έντονο το στοιχείο της πραγματικότητας.
Να υποθέσω πως ο σαμάνος του Castaneda δεν ζητάει το υψηλό τίμημα που απαιτεί ο κυνικός Μεφιστοφελής από τον Φάουστ;
Στο πραγματικά έξοχο βιβλίο του Traumzeit (Ονειρικός χρόνος), o Hans Peter Dürr γράφει πως ταξίδια έξω από τον φράχτη του πολιτισμού, της λογικής, της γλώσσας, είναι μονόδρομοι. Kάτι που αναγκάστηκαν να μάθουν όσοι στη δεκαετία του ΄70 βγήκαν απ’ το μαντρί κι έχασαν το δρόμο του γυρισμού. Δεν μιλάω για τα παραισθησιογόνα. Αν θέλει κανείς να δει τον κόσμο με άλλο μάτι, γίνεται και χωρίς αυτά. Τι θα διάβαζε σήμερα ο Φάουστ; Πιθανότατα Aldous Huxley ή Timothy Leary…
Τι προορισμό θα είχε το ταξίδι του Φάουστ σήμερα, αν είχε επίγνωση πως ενδέχεται να μην υπάρξει επιστροφή;
Μιλάμε για ένα ταξίδι «προς τα μέσα». Ακριβώς όπως στον λογοτεχνικό Φάουστ. Στο πρώτο ταξίδι αφήνει πίσω του τα όρια της γνώσης, που αρθρώνεται επιστημονικά. Τοποθετείται έτσι στην ίδια σειρά με φιλοσόφους όπως ο Friedrich Nietzsche και ο Oswald Spengler. Ωστόσο ο Goethe προσεγγίζει τα πράγματα με μια σαφώς πιο εποικοδομητική μέθοδο. Και απ’ αυτή την άποψη, ο Φάουστ είναι «το βιβλίο των βιβλίων». Αυτός ο Μεφιστοφελής, ένα σαμάνος, ένας δρυίδης, είναι μια εξαιρετικά εποικοδομητική μορφή, που μυεί τον Φάουστ σε άλλου τύπου εμπειρίες κι εκείνος μπαίνει σε μια διαδικασία όπου εν τέλει αδιαφορεί ακόμα και για την επιβίωσή του, πόσο μάλλον για την επιστροφή. Μια ανάγνωση του έργου των Nietzsche και Spengler, που απολήγει στην άποψη ότι έστρωσαν, ως ιδεολογικοί ταγοί, το δρόμο για τον όλεθρο που σημάδεψε τον 20ό αιώνα οδηγεί κατά τη γνώμη μου σε μια παρεξήγηση.
Ο ρόλος σας ως Φάουστ, σε ποια σημεία σας ταιριάζει και σε ποια σας απωθεί;
Όταν διαβάζω ένα κείμενο το καταγράφω μέσα μου, όπου ξεκινάει μια διαδικασία ενεστωτικής αναπαράστασης, δηλαδή ανάπλασης στο δικό μου παρόν. Μιλάμε εδώ για τον δικό μου Φάουστ. Aν, διαβάζοντας έναν ρόλο, δεν καταφέρω να του προσδώσω αυτή τη πλαστικότητα, τον απορρίπτω. Τον Φάουστ τον αποδέχτηκα. Δεν ταυτίζομαι μαζί του, ούτε με προκαλεί – όχι. Απλά τον αφομοιώνω. Ο Φάουστ δηλαδή με τα ρούχα του Ακύλλα, ας πούμε.
Και τι ψάχνει να βρει αυτός ο Φάουστ που φοράει τα ρούχα του Ακύλλα; Που θα του άρεσε να μένει, τι θα διάλεγε να κάνει στη ζωή του; Ποιος θα ήταν ο κοινωνικός του περίγυρος, ποιος θα ήταν, τέλος πάντων, ο τρόπος ζωής του; Μπορείτε να σκιαγραφήσετε αυτό το πρόσωπο;
Σίγουρα ο Φάουστ δεν θα έδινε πολλή σημασία σε ό,τι ονομάζουμε «επικαιρότητα». Θα ταξίδευε για να αποκτήσει εμπειρίες, ας πούμε στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ή στη Χαϊδελβέργη στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Θα πήγαινε πενήντα χρόνια πίσω για να βρεθεί στη Θεσσαλονίκη, και θα περνούσε τα καλοκαίρια στη Χαλκιδική. Επιμένω αυστηρά στα συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια, έχουν σημασία. Ο τόπος διαμονής θα του ήταν σήμερα εντελώς αδιάφορος: Αθήνα, Παρίσι, Νέα Υόρκη, Βερολίνο… Έτσι κι αλλιώς θα ζούσε μόνος.
Όχι λοιπόν κατ’ ανάγκη στην Αθήνα, που τη συνέστησε πρόσφατα θερμά ο ποιητής Gerhard Falkner, στους νεαρούς καλλιτέχνες της Ευρώπης ως ιδεώδες μέρος για πρωτοποριακές αναζητήσεις, επειδή προσφέρει ακόμα δύο ανεκτίμητα αγαθά – χώρο και χρόνο;
Μακάρι! Χρόνος … Πάντα είχε κάτι η Αθήνα… Επειδή παλιά δεν υπήρχαν λεφτά και θα υπάρχουν ακόμα λιγότερα στο μέλλον (άλλο αν ενδιάμεσα κυκλοφόρησε πολύ χρήμα), υπάρχει μια ελευθερία. Και ερασιτεχνισμός βέβαια, αλλά και ελευθερία. Στη Γερμανία οι ηθοποιοί είναι καμιά φορά υπερβολικά επαγγελματίες, όμως δεν έχουν παρά ελάχιστο χώρο για ελεύθερη δημιουργία. Εδώ έχουμε πολύ, είχαμε τουλάχιστον ως πρόσφατα, και μάλιστα άπλετο. Μπορούσε κανείς να διαμορφώσει καταστάσεις, πράγμα πολύ σημαντικό. Ειδικά στο θέατρο, στις δυο δεκαετίες πριν από την κρίση έγιναν πολλά πράγματα που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει καινοτομικά, ακόμα και πρωτοποριακά. Τώρα το αν υπάρχει πια τόσο πολύς χρόνος, δεν το ξέρω: Όλοι μας εδώ ζούμε υπό τρομαχτική πίεση. Μέσα μας όμως, ναι, εκεί υπάρχει και χώρος και χρόνος.
Γιατί ο Φάουστ τώρα στην Αθήνα;
Έχω την αίσθηση ότι η νέα γενιά (μιλάω πιο πολύ για τους νέους 20 ως 25 χρονών κι όχι για τους 40άρηδες) χρειάζεται μια ένεση πνευματικότητας, και μάλιστα πως έχει κι η ίδια συνείδηση αυτής της ανάγκης, η οποία είναι αισθητή όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο Ακύλλας Καραζήσης σπούδασε πολιτικές επιστήμες στη Χαϊδελβέργη, όπου εργάστηκε στο διάστημα 1985–1991 ως ηθοποιός, για να έρθει στη συνέχεια στην Αθήνα. Συνεργάστηκε με πολλούς σημαντικούς σκηνοθέτες και δίδαξε στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Επίσης γράφει και σκηνοθετεί για το θέατρο - πρόσφατα την Πενθεσίλεια του Kleist