ΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΟ ΟΣΚΑΡ: ILKER ÇATAK
«ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΜΑΣ»
Βραβείο Max Ophüls, βραβείο First Steps και, τέλος, το χρυσό σπουδαστικό Όσκαρ… Πάνω από δέκα διακρίσεις απέσπασε ο Ilker Çatak για την πτυχιακή ταινία του «Sadakat» (2014) στην Media School του Αμβούργου. Μετά την πρόσφατη απονομή στο Λος Άντζελες, ο γεννημένος το 1984 σκηνοθέτης έφυγε κατευθείαν για Ιαπωνία. προλόγισε μια ταινία που προβλήθηκε στο Κιότο Ύστερα από πρόσκληση του Goethe-Institut της Οσάκα, συμμετείχε σε μια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης στο πλαίσιο του Shorts-Shorts Festival, προλόγισε μια ταινία που προβλήθηκε στο Κιότο και διηύθυνε ένα εργαστήρι για μαθητές. Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για τα γυρίσματα της βραβευμένης ταινίας του, τις εμπειρίες του στο Χόλιγουντ και τα μελλοντικά του σχέδια.
Κύριε Çatak, κατ’ αρχάς συγχαρητήρια για το σπουδαστικό Όσκαρ! Γυρίσατε μόλις από το Λος Άντζελες. Μιλήστε μας για την εμπειρία σας εκεί. Πώς ήταν η απονομή; Να φανταστούμε κάτι παρόμοιο με την απονομή των Όσκαρ τον Φεβρουάριο;
Ευχαριστώ! Η τελετή απονομής είναι σαφώς πιο σεμνή, κι άλλωστε δεν είναι όπως στα Όσκαρ, όπου έχεις πέντε υποψήφιους και ένας τους κερδίζει το βραβείο. Απονέμονται με τη σειρά χάλκινα, αργυρά και χρυσά βραβεία – η όλη διαδικασία χαρακτηρίζεται από μια αρκετά προσγειωμένη στάση, σαν να μας έλεγαν: «Σπουδαστές, μπορεί να τα καταφέρατε ως εδώ, αλλά φροντίστε να μην πάρουν τα μυαλά σας αέρα». Όλη την εβδομάδα που προηγήθηκε της απονομής, η Ακαδημία είχε οργανώσει ένα πρόγραμμα εκδηλώσεων που παρακολουθήσαμε. Η Ακαδημία έχει 6.500-7.000 μέλη. Εμείς γνωρίσαμε μέρος αυτού του ανθρώπινου δυναμικού. Προφανώς ήταν εξαρχής αποφασισμένο ότι θα πάρουμε το χρυσό, αλλά δεν μας άφησαν να το καταλάβουμε. Δεν γνωρίζαμε τίποτα, ως το τέλος. Βρεθήκαμε μάλιστα και σε μερικές συζητήσεις που μας επανέφεραν στην πραγματικότητα. Όταν πηγαίνεις εκεί, δεν βρίσκεις ανθρώπους που περιμένουν με αγωνία το σενάριό σου. Επίσης, δεν είναι όπως στη Γερμανία, όπου έρχεσαι σε επαφή απευθείας με τους υπεύθυνους – εκεί δουλεύεις με ένα δίκτυο ενδιάμεσων προσώπων. Αυτό το κομμάτι της δουλειάς το συζητούσαμε επί μία ολόκληρη μέρα. Ύστερα ακολούθησαν συναντήσεις με ανθρώπους που ασχολούνται με το δημιουργικό κομμάτι του κινηματογράφου –μια παραγωγό, έναν σκηνοθέτη, έναν σεναριογράφο και μια make up artist–, μια συναρπαστική εμπειρία. Το καλύτερο όμως ήταν ότι γνωρίσαμε από κοντά και μιλήσαμε με άλλους κινηματογραφιστές, με τους ανθρώπους πίσω από τις ταινίες.
Η ταινία «Sadakat» δείχνει μια πολύ ρεαλιστική εικόνα του δημοκρατικού κινήματος στην Τουρκία. Είχατε περισσότερα από ένα σχέδια σεναρίου γι’ αυτήν. Πώς ήταν τα υπόλοιπα σενάρια και γιατί επιλέξατε τελικά τη συγκεκριμένη ιστορία;
Το γιατί συμφωνήσαμε τελικά σε αυτό το σενάριο είναι στην ουσία προφανές: Αφενός έχει δυνατή πλοκή, αφετέρου στο συγκεκριμένο σενάριο όλοι οι χαρακτήρες δικαιώνονται και ο τρόπος που αντιδρούν είναι κατανοητός. Καταλαβαίνουμε γιατί η Asli κρύβει τον ακτιβιστή. Καταλαβαίνουμε γιατί ο ακτιβιστής κατεβαίνει στο δρόμο. Καταλαβαίνουμε όμως επίσης γιατί ο σύζυγος καταδίδει τον ακτιβιστή. Κατά τη γνώμη μου, αυτό ακριβώς το στοιχείο κάνει μια ιστορία καλή: Όταν δεν μπορείς να πεις με σιγουριά ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο – τα ηθικά διλήμματα. Όπως συμβαίνει άλλωστε και στην πραγματική ζωή, όπου τίποτα δεν είναι μόνο άσπρο ή μόνο μαύρο.
Πώς ήταν τα γυρίσματα στην Τουρκία; Μπήκατε απλά με την κάμερα στις διαδηλώσεις; Είχατε επίσημη άδεια κινηματογράφησης;
Φυσικά και είχαμε άδεια. Βέβαια, όχι για τις διαδηλώσεις. Αυτό ήταν καθαρή σύμπτωση. Μετά τις προεδρικές εκλογές, όταν ο κόσμος κατέβηκε στο δρόμο, έτυχε να είμαστε εκεί. Με άλλα λόγια, δεν ήταν σκηνοθετημένο, ήταν σκηνές που τραβήχτηκαν αυθόρμητα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε αυτά τα γυρίσματα οι θεοί του κινηματογράφου ήταν μαζί μας. Υπήρξαν μια δυο στιγμές, όπου μας πλησίασαν αστυνομικοί. Εκεί, φοβηθήκαμε για λίγο, γιατί δεν ήμασταν σίγουροι αν επιτρεπόταν να τραβάμε με την κάμερα ή όχι. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι πρόκειται για τη χώρα με τις περισσότερες συλλήψεις δημοσιογράφων στον κόσμο. Τελικά όμως, όλα πήγαν καλά.
Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο θέμα; Σας αφορά προσωπικά;
Όταν η Αραβική Άνοιξη έφτασε ξαφνικά εκεί όπου πήγαινα σχολείο, όπου ζουν συγγενικά μου πρόσωπα, άρχισε να αλλάζει η στάση μου και τα συναισθήματά μου για τα όσα διαδραματίζονταν όχι μόνο εκεί αλλά και σε άλλες χώρες. Αυτό ήταν το 2013. Εκείνη την περίοδο πόσταρα πολύ στα social media, συμμετείχα σε διαδηλώσεις στη Γερμανία – τότε, γνωστοί μου μού έγραφαν ότι δεν κατανοώ την κατάσταση, ότι εκείνοι χρειάζονται τη σταθερότητα –, όπως επίσης: «Εσύ μια χαρά είσαι στη Γερμανία!». Το να ακούς κάτι τέτοιο πονάει. Από την άλλη μεριά, μου γεννήθηκε η ανάγκη να κάνω κάτι, και από αυτή την ανάγκη προέκυψε ύστερα η συγκεκριμένη ταινία.
Είπατε μόλις ότι «κάτι τέτοιο πονάει». Αυτό σημαίνει ότι ταυτίζεστε και με τους δύο πολιτισμούς, και με τις δύο χώρες;
Ναι, έχω τη μεγάλη τύχη να είμαι και Γερμανός και Τούρκος. Και πιστεύω πραγματικά ότι είναι μεγάλη τύχη να έχεις δύο ταυτότητες. Όταν ήμουν 12 ετών, πήγαμε στην Τουρκία. Οι πρώτοι έξι μήνες ήταν σωστός εφιάλτης: καινούργιο σπίτι, καινούργιο σχολείο. Ξαφνικά έπρεπε να φοράω στολή και γραβάτα. Στη Γερμανία ήμασταν λιγάκι πιο ασυμβίβαστοι, φοράγαμε φαρδιά παντελόνια, ακούγαμε ραπ – πρώτη φορά στην Τουρκία με επέπληξαν για αυτά. Όταν όμως, οκτώ χρόνια μετά, επέστρεψα στη Γερμανία, μου έλειπε η Κωνσταντινούπολη. Γύρισα στη Γερμανία και στις έξι το απόγευμα δεν υπήρχε ψυχή στο δρόμο. Νόμιζα ότι είμαι σε χωριό.
Το θέμα της «πολιτισμικής ταυτότητας» σας απασχόλησε και σε δύο παλιότερες δουλειές σας, το ντοκιμαντέρ «Mehrzahl Heimat» (2007) και την ταινία μικρού μήκους «Ayda» (2008).
Το Mehrzahl Heimat γυρίστηκε όταν ήμουν φοιτητής στο πρώτο πτυχίο μου. Αναρωτήθηκα τότε γιατί στα γερμανικά δεν υπάρχει πληθυντικός της λέξης «πατρίδα» και άρχισα να ψάχνω τις ρίζες της οικογένειάς μου: από την πρώτη γενιά, που ήρθε το 1960, ύστερα τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών τους, φτάνοντας ως τη γενιά εκείνων που έρχονται σήμερα στη Γερμανία, όχι επειδή ψάχνουν δουλειά, αλλά επειδή θέλουν μια αλλαγή στη ζωή τους. Σήμερα, η προσφυγική κρίση έχει αλλάξει τα δεδομένα, αλλά από το 2000 και μετά οι αριθμοί μεταναστών που έρχονταν στη Γερμανία μειώνονταν σταθερά. Ήταν περισσότεροι εκείνοι που επέστρεφαν στην πατρίδα τους απ’ ό,τι αυτοί που έρχονταν – κάτι που συχνά αποσιωπάται. Το Ayda, από την άλλη μεριά, είναι μια ασπρόμαυρη ταινία για μια γυναίκα που κάθε πρωί αγοράζει μισή φρατζόλα ψωμί κι ύστερα κάθεται στο φούρνο και περιμένει να δει ποιος θα αγοράσει την άλλη μισή. Ύστερα τον ακολουθεί και ζωγραφίζει το πορτρέτο του. Μια λιγάκι παλαβή ιστορία.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ταυτότητα είναι κεντρικό θέμα όλου του έργου σας ή ισχύει αυτό μόνο για τα συγκεκριμένα δύο φιλμ;
Απλώς πιστεύω το εξής: Αν θες να είσαι καλός κινηματογραφιστής, ή καλός καλλιτέχνης, πρέπει να γίνεις προσωπικός. Υπό αυτή την έννοια, ίσως η πιο ειλικρινής ταινία μου ήταν εκείνη με τον πατέρα μου: Als Namibia eine Stadt war (2010). Η ταινία αυτή έχει ένα εντελώς δικό της χιούμορ και, παρά τα πενιχρά οικονομικά της, είναι εξαιρετικά ακριβής. Τη γυρίσαμε τότε με 200 ευρώ και στη συνέχεια ταξιδέψαμε σ’ όλο τον κόσμο με αυτήν. Ένας κριτικός κινηματογράφου είδε το φιλμ σε ένα φεστιβάλ και ενθουσιάστηκε τόσο, που συμπεριέλαβε τον πατέρα μου στη λίστα του με τους δέκα καλύτερους ηθοποιούς του 2010 – στην οποία υπήρχε, μεταξύ άλλων, και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Ένα κρυφό ταλέντο, λοιπόν, μέσα στην ίδια μου την οικογένεια! Στην ουσία, αυτή είναι και η ομορφιά του να κάνεις ταινίες. Ακονίζεις τη ματιά σου, παρατηρείς το περιβάλλον σου, αυτά που συμβαίνουν γύρω σου.
Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη σκηνοθεσία;
Για να είμαι ειλικρινής, μετά το σχολείο σπούδασα Επιχειρηματική Οικονομική, όμως δεν με ενθουσίαζε και τόσο ως αντικείμενο κι έτσι πήγα στο Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας. Με ρώτησε λοιπόν ο υπάλληλος εκεί: «Τι σου αρέσει περισσότερο στη ζωή; Ποια είναι τα χόμπι σου;» Κι εγώ απάντησα: «Μου αρέσει να πηγαίνω σινεμά». Κι αυτός μου είπε: «Ε τότε βρες κάτι σ’ αυτόν το χώρο!» Ψάξαμε ύστερα μαζί στο Διαδίκτυο και μια βδομάδα μετά έπιασα την πρώτη μου δουλειά. Με τον Johannes Duncker, έναν καλό φίλο μου, έκανα έπειτα τις πρώτες δικές μου προσπάθειες. Το Eskimofrosch (2005), η πρώτη μας μικρού μήκους, βραβεύτηκε μάλιστα. Αυτήν τη γυρίσαμε στην Κωνσταντινούπολη, πάνω στο φεριμπότ. Πρώτη μέρα γυρισμάτων: φεριμπότ. Δέκα χρόνια αργότερα, έκλεισε ένας κύκλος με το Sadakat. Η πρώτη μέρα γυρισμάτων ήταν πάλι στο φεριμπότ. Όπως αποδείχτηκε, ήταν καλός οιωνός.
Η σκηνή στο φεριμπότ, ή εκείνη στο μπαλκόνι είναι παραδείγματα ήσυχων στιγμών στην ταινία «Sadakat», στιγμών όπου η πλοκή διακόπτεται. Πώς προσεγγίζετε τη δουλειά σας;
Θεωρώ σημαντική την εναλλαγή ρυθμών. Για ένα διάστημα υπήρξα περκασιονίστας και πάντοτε ελέγχω τις ταινίες μου ως προς το ρυθμό τους. Ο ρυθμός είναι πολύ σημαντικός σε μια ταινία. Το ίδιο και στη σκηνοθεσία, εδώ που τα λέμε. Ο Christian Petzold είπε κάποτε σε μια συζήτηση: «Υπάρχουν τριών ειδών κινηματογραφιστές: ο ποιητής, ο μουσικός και ο ζωγράφος». Νομίζω ότι εγώ είμαι ο μουσικός.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Σκέφτεστε να μετακομίσετε στο Χόλιγουντ;
Ο Lennart Ruff, που πήρε πέρυσι το βραβείο, γυρίζει αυτή τη στιγμή την πρώτη του ταινία όντως στο Χόλιγουντ. Ωστόσο, εγώ για την ώρα έχω στα σκαριά μερικές δουλειές στη Γερμανία: τη μεταφορά δύο μυθιστορημάτων στον κινηματογράφο –νεανικών μυθιστορημάτων που κατά σύμπτωση διακρίθηκαν την ίδια χρονιά με βραβεία Λογοτεχνίας– και μια ταινία, της οποίας το σενάριο γράφω ο ίδιος. Υπάρχουν και κάποιες άλλες προτάσεις κι είναι ωραίο να βιώνεις αυτή την απήχηση, αλλά πρέπει να είσαι και προσεκτικός. Είναι όπως σε έναν καλό διάλογο: Δεν είναι τα όσα λέγονται, αλλά αυτά που δεν λέγονται τα οποία τελικά έχουν τη μεγαλύτερη αξία.
Εκείνο που σε κάθε περίπτωση θεωρώ πολύ σημαντικό όσον αφορά τα μελλοντικά μου σχέδια είναι να βρω καλό κόσμο –«αδελφές ψυχές»– για να συνεργαστώ και να κάνουμε μαζί δουλειές. Αισθάνομαι τυχερός που γνώρισα τον Georg Lippert, τον Florian Mag και την Alexandra Staib, τον πυρήνα της ομάδας του Sadakat, και θα ήθελα να ξαναδουλέψω μαζί τους. Το πιο σημαντικό είναι να δουλεύεις με ανθρώπους που βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος με σένα, για να μπορέσεις να αφηγηθείς μια καλή ιστορία.