Η εφαρμογη του Goethe-Institut
«Γερμανικα ιχνη» στην Ελλαδα
Έχετε ποτέ αναρωτηθεί τι κοινό μπορεί να έχει η πρώτη πολυκατοικία της Αθήνας με το κτίριο που φιλοξένησε στην πόλη την πρώτη γεννήτρια ακτίνων Ρέντγκεν; Γνωρίζετε ποιο κομψό κτίριο στο κέντρο της πρωτεύουσας σχολίασε ο διάσημος Δανός παραμυθάς Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και ποιο έχει ως πρότυπο για την πρόσοψή του τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού;
Ποιο είναι το νήμα που συνδέει το μεγαλύτερο ιδιωτικό κτίριο της πόλης με τη βίλα στην Κηφισιά που φέρει το όνομα της πρώτης ελληνικής εφημερίδας στη Νέα Υόρκη, όπως και με την Πλατεία Ομονοίας;
Ιστορίες αληθινές, “γραμμένες” στους τοίχους της Αθήνας και των προαστίων της. Κι όμως άγνωστες τόσο στους διαβάτες που περνούν καθημερινά έξω από αυτά τα οικοδομήματα, όσο και στους επισκέπτες της πόλης, οι οποίοι συνήθως μένουν στα εμβληματικά αξιοθέατα των ταξιδιωτικών οδηγών. Ποιος είναι ο μίτος, επομένως, που τις συνδέει μεταξύ τους; Η σχέση τους με τη Γερμανία.
Ιστορίες πολύτιμες όχι μόνο για τους λάτρεις της αρχιτεκτονικής, αλλά και για όσους ασχολούνται με την οικονομία, την πολιτική, τη διπλωματία, τις επιστήμες, ή γοητεύονται ακόμη από τους μεγάλους έρωτες. Ιστορίες που μπορούν να μετατρέψουν μια βόλτα στην Αθήνα σε μια “βουτιά” στο παρελθόν με μοναδικό εξοπλισμό μια εφαρμογή στο κινητό τους τηλέφωνο: την «Deutsche Spuren/Γερμανικά ίχνη» του Goethe-Institut.
Κατεβάστε εδώ την εφαρμογή:
Πως λειτουργει
Πίσω από τα 60 και πλέον σημεία - από κτίρια έως επιτύμβια μνημεία - που περιλαμβάνονται στην πρωτοποριακή αυτή εφαρμογή, βρίσκονται αρχιτέκτονες ή ιδιοκτήτες με καταγωγή από τη Γερμανία, που ο καθένας με τον δικό του προσωπικό τρόπο άφησε το ανεξίτηλο αποτύπωμά του στην ελληνική πρωτεύουσα.Ένα άγγιγμα και μόνο στην οθόνη του κινητού τηλεφώνου ή της τάμπλετας αρκεί για να ακολουθήσετε τα ίχνη της Γερμανίας στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της Αθήνας. Με τη βοήθεια, μάλιστα, ενός διαδραστικού χάρτη όπου προβάλλονται τα μνημεία μπορείτε να ανακαλύψετε το “κρυμμένο” προφίλ του καθενός από αυτά με διαφορετικούς τρόπους: είτε μέσα από το επεξηγηματικό κείμενο και τις συνοδευτικές φωτογραφίες, είτε μέσα από μια ηχογραφημένη αφήγηση, που σας επιτρέπει να περιεργάζεστε το μνημείο ενόσω ακούτε τις πληροφορίες.
Εξάλλου, η εφαρμογή περιλαμβάνει πολυάριθμες φωτογραφίες, αρχεία και ηχητικές αφηγήσεις, ενώ παράλληλα με τη λειτουργία GPS ο χρήστης μπορεί να εντοπίσει τα κτίρια που βρίσκονται κοντά του. (ή στον περιβάλλοντα χώρο)
Η εφαρμογή δε, διαθέτει τη δυνατότητα λειτουργίας και εκτός σύνδεσης στο διαδίκτυο, εφόσον βέβαια ο χρήστης έχει κατεβάσει τα δεδομένα στη συσκευή του.
19ος ΑΙΩΝΑΣ
Τι μπορεί να μάθει κάποιος, λοιπόν, με «σύμμαχό» του την ελληνόφωνη και γερμανόφωνη εφαρμογή «Deutsche Spuren/Γερμανικά ίχνη»; Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι η πρώτη πολυκατοικία της Αθήνας χτίστηκε το 1893 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ernst Ziller (Ερνέστου Τσίλλερ) κι ανήκεστον τραπεζίτη και πολιτικό Ιωάννη Πεσμαζόγλου. Ήταν, μάλιστα, ένα από τα κτίρια με τα οποία ο δημοφιλής αρχιτέκτων εισήγαγε για πρώτη φορά τη μεγάλη κλίμακα στην Αθήνα του 1900. Πληροφορούμαστε, ακόμα, Ότι το μεγαλύτερο αθηναϊκό ιδιωτικό κτίριο στην πρωτεύουσα κατά τον 19ο αιώνα, το Μέγαρο Μελά, ανεγέρθηκε το 1874 ως κατάλυμα για τους εύπορους Ομογενείς και κόστισε το υπέρογκο ποσό του 1.000.000 δραχμών. Το Εθνικό Θέατρο, το τελευταίο θέατρο που σχεδίασε ο Ernst Ziller, χτίστηκε την περίοδο 1891- 1901, κι ακολουθεί εξωτερικά το πρότυπο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, ενώ η διώροφη βίλα που έχτισε ο ίδιος αρχιτέκτονας το 1897 στην Κηφισιά(ς) φέρει το όνομα της πρώτης ελληνικής εφημερίδας της Νέας Υόρκης, “Ατλαντίς”, καθώς ιδιοκτήτης της δεν ήταν άλλος από τον εκδότη του εντύπου, ο εκ Σύρου ορμώμενος επιχειρηματίας και δημοσιογράφος, Σόλων Βλαστός. Επίσης, μαθαίνουμε, ότι η πρώτη γεννήτρια ακτίνων Roentgen λειτούργησε το 1897 στο πρώτο σύγχρονο επιστημονικό Χημείο του νέου ελληνικού κράτους, όπως και ότι ο Δανός συγγραφέας Χανς Κρίστιαν Άντερσεν θεώρησε πως ένα από τα πρώτα καινούρια σπίτια της απελευθερωμένης Αθήνας, η οικία Δεκόζη- Βούρου που αποτέλεσε την πρώτη κατοικία των βασιλέων Όθωνα και Αμαλίας, δεν διέφερε «από οποιαδήποτε καλοκαιρινή έπαυλη στην Ευρώπη» με μικρά δωμάτια, στα οποία, ωστόσο, ένιωθες «μια άνετη, φιλική ατμόσφαιρα».