ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ
ΓΗΡΑΣΚΟΝΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΕΑΤΕΣ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ
Ποιο ρόλο παίζει η κριτική στις ημέρες μας; Ποιες είναι οι δυνατότητες κριτικής που έχει το θέατρο; Μια συζήτηση με τους θεωρητικούς του θεάτρου Gerald Siegmund και Nikolaus Müller-Schöll.
Αυτή τη στιγμή, η κριτική γνωρίζει άνθηση. Μάλιστα πολλά συμπόσια αφιερώνονται σε αυτήν – όπως, για παράδειγμα, το Συνέδριο της Εταιρείας Θεατρικών Σπουδών το οποίο διοργανώθηκε στο Γκίσεν και στη Φρανκφούρτη το φθινόπωρο του 2016. Ταυτοχρόνως, κριτική δέχεται και η ίδια η κριτική. Ο Γάλλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Bruno Latour μιλάει, π.χ., για την «αθλιότητα της κριτικής». Τι ακριβώς συμβαίνει με το θέμα;
Nikolaus Müller-Schöll: Υπάρχουν δύο λόγοι γι’αυτό. Αφενός διαπιστώνεται μια μεγάλη κόπωση απέναντι στον παραδοσιακό κριτικό λόγο - ο κόσμος δηλαδή έχει απαυδήσει να ακούει ένα συγκεκριμένο είδος ειδημόνων. Η εποχή του μεγάλου κριτικού, που για κάποιον απροσδιόριστο λόγο τοποθετείται επί παντός επιστητού, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει παράλληλα μια έντονη επιθυμία να σκεφτεί κανείς εναλλακτικά σενάρια του πολιτικού status quo και να ασκήσει κριτική σε αυτό το πλαίσιο.
Εάν αμφισβητείται η γενικώς ισχύουσα, αποστασιοποιημένη οπτική του κριτικού, ποια θέση μπορεί να πάρει αυτός;
Gerald Siegmund: Ο Bruno Latour, αλλά και η ιστορικός φυσικών επιστημών και βιολόγος Donna Haraway προσπαθούν να αναπτύξουν μέσω μιας δικής τους «κριτικής της κριτικής» προτάσεις για την επίλυση του ζητήματος με μότο το «Staying with the trouble»: «ας μείνουμε κοντά στο πρόβλημα». Εδώ, ο κριτικός αισθάνεται πως οφείλει «να μείνει κοντά στα πράγματα ή τα προβλήματα», να τα επανεξετάζει διαρκώς και να φέρνει στο φως τις όποιες αντιφάσεις. Είναι θέμα στάσης και ηθικής απέναντι σε αυτά τα προβλήματα. Στην κριτική της τέχνης φαίνεται ξεκάθαρα αν μένει κανείς στην ίδια την τέχνη.
Το Συνέδριό σας έφερε τον τίτλο «Το θέατρο ως κριτική». Κάνει κριτική το θέατρο;
Siegmund: Ναι. Εκείνο που μας ενδιέφερε κατ’ αρχάς δεν ήταν να ασκήσουμε κριτική επί του περιεχομένου σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, αλλά να εξετάσουμε το θέατρο ως μορφή κριτικής. Το θέατρο μπορεί, για παράδειγμα, να στρέφεται εναντίον της ίδιας του της ασφαλούς, κατοχυρωμένης θέσης, να διακινδυνεύει διαρκώς την ίδια του τη φόρμα, ούτως ώστε να μην παρασυρθεί και να πιστέψει ότι η ασφαλής αυτή θέση τού επιτρέπει να διατυπώνει κρίσεις προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση. Μπορεί επομένως ως θέατρο να έχει μια κριτική στάση, επειδή αναιρεί τις κρίσεις, αμφισβητεί πάγιες στάσεις και επιμένει στις άλυτες αντιφάσεις.
Τότε δεν ασκεί και ο κινηματογράφος εξ ορισμού κριτική;
Müller-Schöll: Υπάρχει κάτι που θα το χαρακτήριζα ως το «κατεξοχήν θέατρο», εκείνο το θεμελιώδες «ως εάν». Τη στιγμή που μιλάω, περιβάλλομαι πάντα από ένα σκηνικό, πράγμα που σημαίνει ότι όσην ώρα μιλάω αποκαλύπτονται πάντοτε και άλλα πράγματα εκτός από την αλήθεια αυτήν καθεαυτή. Σε κάθε θεατρική παράσταση έχεις τη δυνατότητα αρχικά να εκθέσεις κάτι και στη συνέχεια να σκεφτείς το εάν και πώς αυτό που εξέθεσες θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Υπάρχει κάτι στο θέατρο που είναι από μόνο του ένα κριτικό ερέθισμα, μια κριτική χειρονομία, μια κριτική ιδιότητα.
Αυτή η κριτική ιδιότητα έγκειται στο γεγονός ότι έχει κανείς τον πρώτο λόγο σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους;
Siegmund: Το ότι έχεις τον πρώτο λόγο έναντι άλλων είναι το ένα. Το άλλο είναι η δυνατότητα που έχει το θέατρο, όταν ανοίγει μια σκηνή και εκθέτει ό,τι είναι παρόν, να δείχνει ταυτοχρόνως το πώς το κάνει αυτό. Το «ως εάν» δεν πρέπει να νοηθεί απλώς ως μυθοπλασία, η οποία μας παρουσιάζει μια πιθανή εκδοχή του κόσμου, αλλά και ως μια μορφή που έχει τη δυνατότητα, ενόσω κάτι γίνεται, να σκεφτόμαστε πάνω στο πώς γίνεται και να δείξουμε αυτή την πράξη.
Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην αυτοκριτική του θεάτρου, όταν διακυβεύει τις ίδιες του τις βεβαιότητες, και στην αυτοαναφορικότητά του;
Siegmund: Εγώ την αυτοαναφορικότητα θα τη θεωρούσα πάντα ως κριτική. Η ίδια η μορφή θέτει από μόνη της ένα ερώτημα. Εάν αναγάγεις τη μορφή σε περιεχόμενο, τότε το περιεχόμενο, που εκφράζεται αποκλειστικά και μόνο στη συγκεκριμένη μορφή, τίθεται εν αμφιβόλω και αποτελεί αντικείμενο εκ νέου πραγμάτευσης. Από τη στιγμή που η μορφή και το περιεχόμενο, η παράσταση και το αναπαριστώμενο διασταυρώνονται ξανά και ξανά, τότε εμφανίζονται ως αλληλοεξαρτώμενα. Βρίσκουν αναφορές το ένα στο άλλο. Εδώ βλέπουμε και μια κριτική λειτουργία της τέχνης, γιατί και αυτό έχει να κάνει με το «ως εάν».
Müller-Schöll: Εγώ θα πρότεινα να γίνει μια μικρή διάκριση ανάμεσα σε εκείνο το είδος άπειρων αναδιπλασιασμών, ενός δηλαδή ρομαντικού έργου μέσα στο έργο, και στην κριτική αυτοαναφορικότητα, την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «τομή». Μια διακοπή, στην οποία μπαίνει στο παιχνίδι αυτό το οποίο έκανε εφικτό το ίδιο το παιχνίδι. Φυσικά και αυτό με τον τρόπο του παιχνιδιού, αλλά ταυτόχρονα σαν ένα είδος διάλυσης αυτού του παιχνιδιού, σαν ένα είδος αναστολής και διακύβευσης. Η αυτοκριτική έχει πάντα να κάνει με μια αποκάλυψη των προϋποθέσεων του εφικτού.
Siegmund: Για παράδειγμα, το παιχνίδι με τους θεατές. Οι θεατές είναι απαραίτητο συστατικό για τη μορφή που λέγεται θέατρο, αλλά μόλις τους βάλω στο παιχνίδι, θα υπερβώ ένα όριο. Η σχέση θεατή-ερμηνευτή είναι θεμελιώδης για κάθε είδος θεάτρου, σε όλες του τις ιστορικά πιθανές μορφές, και από τη στιγμή που οι θεατές θα βρεθούν επί σκηνής, φέρνω το έξω μέσα. Φέρνω στη σκηνή τις προϋποθέσεις που κάνουν δυνατό το θέατρο και τις πραγματεύομαι αυτές καθεαυτές – οι θεατές, οι αντιδράσεις και οι προσδοκίες τους γίνονται περιεχόμενο.
Müller-Schöll: Ένα άλλο παράδειγμα θα ήταν το σώμα. Το σώμα που φυσικά είναι πάντα το σώμα του ερμηνευτή και επομένως ένα θνητό σώμα. Αυτό το παρατήρησα στην παράσταση «50 Grades of Shame» της κολεκτίβας She She Pop. Σε αυτήν υπάρχει αφενός το παιχνίδι με τα σώματα, τα οποία αλλάζουν ψηφιακά, με τη βοήθεια μεθόδων μοντάζ και προβολής, και μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε όψη, και αφετέρου υπάρχουν τα σώματα των περφόρμερ που είναι πολύ διαφορετικά και μέσα από αυτήν τη διαφορετικότητα υποδηλώνουν τη φθαρτότητα του σώματος. Εκεί ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάτι που όλοι μας γνωρίζουμε και βεβαίως είναι πάντα παρόν χωρίς όμως να είναι πάντα ορατό.
Ποια μορφή γνώσης εισάγει αυτό το είδος θεάτρου ως κριτικής;
Müller-Schöll: Το «θέατρο ως κριτική» εγώ το αντιλαμβάνομαι ως έκθεση αυτού που είναι παρόν. Πράγμα που από μία άποψη σημαίνει ότι πρώτα απ’ όλα έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι που σε άλλη περίπτωση επιλέγω να μη βλέπω. Και ύστερα ότι έρχομαι αντιμέτωπος με αυτό σε ένα πλαίσιο οδυνηρό, επειδή δεν μπορώ να το αποφύγω. Ότι κατά κάποιον τρόπο δεν μπορώ να το αποφύγω ούτε καταφεύγοντας στην παραδοσιακή μορφή κριτικής που υποτίθεται ότι καλλιεργεί το θέατρο, αλλά ότι εκτίθεμαι σε αυτό, ότι αναγκάζομαι να ανακαλύψω και τις δικές μου ροπές και φοβίες και να τις αντιμετωπίσω.