ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΑ ΣΤΕΦΑΝΗ
H ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ ΕΝΑ «ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ» ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ SMARTPHONES

Εύα Στεφανή
Εύα Στεφανή | Goethe-Institut Athen/Vangelis Patsialos

Με αφορμή την βράβευση του νέου της έργου με τον τίτλο «Χειρόγραφο» στο Φεστιβάλ του Ομπερχάουζεν, η σκηνοθέτης Εύα Στεφανή μιλάει για τις σελίδες του ημερολογίου μιας γυναίκας, ενός σκύλου, μιας πόλης και μιας ολόκληρης χώρας. 

Το «Χειρόγραφο» της Εύας Στεφανή, μια ανάθεση της documenta 14, έκανε την πρεμιέρα του στην Αθήνα το περασμένο καλοκαίρι, πριν ταξιδέψει στο Κάσελ και από εκεί στον κόσμο, ως ένα αντιπροσωπευτικό κομμάτι της δουλειάς μιας δημιουργού που μέσα από το ιδιοσυγκρασιακό της έργο της ανακαλύπτει πάντοτε αυτό που μένει όταν ξύσεις την επιφάνεια των πραγμάτων.

Στο νέο της έργο, αφηγείται μια διαδρομή μιας γυναίκας-σκύλου την ημέρα μιας εθνικής εορτής, με τα σημαινόμενα να μπερδεύονται με το αρχειακό υλικό και τον ανεπιτήδευτα ρομαντικό τρόπο με τον οποίο ξετυλίγεται ένα σύγχρονο παραμύθι στην άκρη της πόλης.

Tο «Χειρόγραφο» συμμετείχε τον Μάιο του 2018, ως ταινία μικρού μήκους πλέον, στο θρυλικό Φεστιβάλ του Ομπερχάουζεν και κέρδισε το δεύτερο βραβείο στο τμήμα του Διεθνούς Διαγωνιστικού Προγράμματος.
 
Η κριτική επιτροπή σημείωσε για την ταινία: «Αυτό το σύγχρονο παραμύθι χρησιμοποιεί με μοναδικό τρόπο το αρχειακό υλικό με διακριτική ποιητική ευφυΐα». Μια καθόλου τυχαία χρήση λέξεων – από το «παραμύθι» μέχρι την «ποίηση» - που ταιριάζουν έτσι κι αλλιώς στη ψυχοσύνθεση της ίδιας της Εύας Στεφανή αλλά και του διαρκώς πολλαπλά «αποκαλυπτικού» έργου της.
 
Τι είναι το «Χειρόγραφο»;

Μια ταινία 12 λεπτών, ένα πορτρέτο της Αθήνας και του εαυτού μου την άνοιξη του 2017. Εθνική γιορτή και μια γυναίκα-σκύλος, η Μόλλυ, μπουσουλάει στην πόλη και μπαινοβγαίνει στην ελληνική Ιστορία.
 
Ταινία μικρού μήκους, ντοκιμαντέρ, ντοκουμέντο, μυθοπλασία, βίντεο αρτ, video diary, οπτικό μέρος μιας εγκατάστασης... Τι από τα παραπάνω ταιριάζει ως είδος στο «Χειρόγραφο»;

Είναι λίγο από όλα αυτά. Μου αρέσει να το φαντάζομαι ως μυθοπλαστικές σελίδες ημερολογίου.
 
Πώς γεννήθηκε η κεντρική του ιδέα του «Χειρόγραφου»;  

Ξεκίνησε ως ένα ντοκιμαντέρ παρατήρησης για την Αθήνα. Δουλέψαμε με συντροφικότητα για 3 μήνες με την Αιμιλία Μηλού, τον Γιώργο Κραββαρίτη και την Νατάσσα Γιανναράκη..  Στην πορεία καταλάβαμε ότι είχαμε ανάγκη να κάνουμε κάτι άλλο. Έχοντας ως σημείο αναφοράς την «Nadja» του Αντρέ Μπρετόν, μία γυναίκα σε παροξυσμό που διασχίζει την πόλη, και χρησιμοποιώντας ως υλικό εικόνες της Αθήνας, επίσημο αρχειακό υλικό και home videos προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε μια ταινία στα όρια φαντασίωσης και πραγματικότητας.  Από το υλικό που φέρναμε απ’ «έξω» προέκυπταν λέξεις που μας οδήγησαν σε μία ποιητική πρόζα που ενσωματώσαμε στην ταινία. Καθώς γραφόταν το κείμενο, μία φράση ή μία λέξη μπορεί να μας οδηγούσε στην αναζήτηση  νέων εικόνων ή ήχων με αποτέλεσμα να συνεχίζουμε το γύρισμα το βράδυ. Ήταν μία διαδικασία ύφανσης. Παίρνεις κομματάκια από εδώ και από εκεί και αυτοσχεδιάζεις μέχρι αυτή η ιδιότυπη ταπισερί να ανταποκρίνεται στο αρχικό σου αίσθημα.
 
Πώς εντάσσεται μέσα στο ήδη υπάρχον έργο σας το «Χειρόγραφο»;

Εντάσσεται στην προσπάθειά μου να καταλάβω την σχέση μου με την πραγματικότητα με ανοιχτά αλλά και με κλειστά μάτια. Η πραγματικότητα όχι μόνο ως κάτι «έξω» από εμένα το οποίο αποτυπώνω με τον κινηματογραφικό φακό αλλά και ως μία διαδικασία ενδοσκόπησης, κατανόησης των εμμονών μου και των φόβων μου.
 


 
Ποια είναι τα κοινά σύμβολα και οι κοινοί κώδικες που χρησιμοποιείτε στο έργο σας και χρησιμοποιήσατε και στο «Χειρόγραφο»;

Μία ομοιότητα με άλλα έργα  στον τρόπο γραφής όπως η «Ακρόπολη», είναι η συρραφή ετερόκλιτων υλικών (home videos, επίκαιρα, αναμνηστικές φωτογραφίες, παλιές πορνογραφικές ταινίες ). Όσον αφορά τα κοινά σύμβολα, υπάρχει μία εμμονή με την εικόνα του γυναικείου σώματος ως πεδίο τραύματος ή επιθυμίας και  μία ενασχόληση με την Ελληνική Ιστορία.
 
Γιατί επανέρχεστε συχνά στα εθνικά σύμβολα; Ποια ανάγκη σας κάνει να θέλετε να τα δείτε με ένα διαφορετικό βλέμμα;


Σίγουρα δεν είναι μόνο μία κριτική επανεξέταση της ιστορίας. Νομίζω ότι τα εθνικά σύμβολα προσφέρονται προς μια πιο ανοιχτή ανάγνωση σε σχέση με ζητήματα εξουσίας.
 
Πόσο σας ενδιαφέρει να «τραβήξετε» τα όρια εννοιών όπως «πατρίδα» ή «παράδοση» με κάθε νέο σας έργο;

Δεν είναι αυτοσκοπός. Με ενδιαφέρει να τραβήξω τα όρια του εαυτού μου.
 
Σαν καλλιτέχνης/κινηματογραφιστής έχετε πιάσει τον εαυτό σας να «αυτολογοκρίνεται»;

Συνεχώς! Αλλά όχι με την έννοια του αν θα με λογοκρίνουν γιατί είμαι «αιρετική»! Οι λόγοι είναι ναρκισσιστικοί. Δηλαδή παλεύω από την μία με μία ειλικρινή ανάγκη έκθεσης του εαυτού μου και από την άλλη με τον φόβο «τι θα πουν οι άλλοι για μένα».
 
Το «Χειρόγραφο», ανάμεσα σε άλλα, είναι και η αφήγηση ενός μοναχικού σκυλιού μέσα στην πόλη. Τι βλέπετε κοιτώντας πλέον γύρω σας στην Αθήνα σήμερα;

Βλέπω πάντα την παιδική μου ηλικία, τον πατέρα μου που πέθανε, την ΕΒΓΑ που έκλεισε, έναν παλιό έρωτα στην Πατησίων όπου κοιμηθήκαμε μαζί ένα βράδυ στο πεζοδρόμιο. Μία πόλη απώλειας, μία πόλη φάντασμα που εξακολουθεί να εμπνέει ρομαντισμό.
 
Περισσότερο εδώ από κάθε προηγούμενη σας ταινία υπάρχει έντονη η αίσθηση του λεγόμενου «ανοίκειου» - θα τολμούσαμε και την αναφορά στο τέλος του κόσμου. Είμαστε κοντά πιστεύετε σε κάτι μη αναστρέψιμο;

Δεν έχω ιδέα. Ελπίζω η ελληνική πολιτική σκηνή να αλλάξει γιατί σίγουρα θα βρεθούμε μπροστά σε κάτι μη αναστρέψιμο σε λίγο. Αλλά πολλές φορές αισθάνομαι έτσι ανεξαρτήτως εξωτερικών συνθηκών. Έχει να κάνει με την βαθύτατο αίσθημα ματαιότητας που με κατακλύζει από πολύ νέα και που κατά περιόδους με οδηγεί στην πλήρη ακινησία.
 
Αν ο καλλιτέχνης δεν υποχρεούται να εξηγήσει το έργο του, τότε είναι υποχρεωμένος να δεχθεί και την οποιαδήποτε ερμηνεία δώσει ο κάθε θεατής του;

Δεν είναι υποχρεωμένος. Καλό θα ήταν να αντέχουμε να ακούμε καθέναν με αγάπη, αλλά δεν είναι εφικτό πάντα.
 
Εσείς τι θα θέλατε να καταλάβει ή να νιώσει ο θεατής που θα έρθει αντιμέτωπος με το «Χειρόγραφο»;

Θα ήθελα να αισθανθεί την πόλη να εισχωρεί στο δέρμα του. Την πόλη με όλες της τις αντιφάσεις. Μοναξιά, επιθυμία και μυρωδιές της άνοιξης.
 
Τι απαντάτε συνήθως όταν σας ζητούν να εξηγήσετε συγκεκριμένες λέξεις, εικόνες ή αποσπάσματα από το «Χειρόγραφο»;

Τα ανακατεύω. Κάθε φορά λίγο διαφορετικά.
 
Ποια ήταν η εντύπωση σας από την προβολή στην documenta 14 στην Αθήνα, από την προβολή στην documenta 14 στο Κάσελ και στη συνέχεια από την προβολή στο Φεστιβάλ του Ομπερχάουζεν;
 

Στην προβολή που έγινε στην documenta 14 είχα την αίσθηση ότι  λίγοι άνθρωποι είδαν την ταινία, αν και γράφτηκαν κάποια πολύ ωραία κείμενα... Στο Ομπερχάουζεν, στην προβολή νόμιζα ότι δεν άρεσε σε κανέναν και είχα κρυφτεί κάτω από την καρέκλα.
 
Πόσο σημαντική είναι για σας η διάκριση στο ιστορικό φεστιβάλ του Ομπερχάουζεν;

Για μένα είναι σημαντική γιατί είναι ένα μυθικό φεστιβάλ που το γνωρίζω από τότε που διάβαζα ως φοιτήτρια για το περίφημο Μανιφέστο του Ομπερχάουζεν το ‘66. Η γενική μου εντύπωση από το φεστιβάλ είναι ότι διατηρεί ακόμα ένα ουσιαστικά avant-garde πνεύμα και όχι μία λατρεία προς οτιδήποτε ονομάζει εαυτόν πρωτοπορία. Δεν υποστηρίζει τον εντυπωσιασμό και το «λούσο» αλλά τον πειραματισμό στην κινηματογραφική γλώσσα και το προσωπικό βλέμμα.
 
Τι νιώθετε ότι μπορεί να έχει απομείνει από την εποχή όπου οι άνθρωποι του σινεμά πίστευαν ότι μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο με τις ταινίες τους;


Όσοι αγαπούν τον κινηματογράφο πάντα πιστεύουν ότι μπορούν να αλλάξουν τον εαυτό τους και τον κόσμο. Για να συνεχίσεις να δημιουργείς πρέπει να διατηρείς την ψευδαίσθηση. Στον «Πίτερ Παν» διαβάζουμε: «Κάθε φορά που ένα παιδάκι παύει να πιστεύει στις νεράιδες, μια νεράιδα πεθαίνει».
 
Πιστεύετε ότι ένα έργο τέχνης, μια ταινία, ένα διήγημα μπορεί να αλλάξει κάτι;


Ναι. Έστω και έναν άνθρωπο. Και αυτό είναι σημαντικό.
 
Αν, όπως έχετε δηλώσει στο παρελθόν, κάθε έργο μιλάει πρωτίστως για τον εαυτό του καλλιτέχνη, τι μπορούμε να μάθουμε για σας από το «Χειρόγραφο»;


Ότι είμαι ένας πολύ φοβισμένος άνθρωπος.
 
Τι τύχη μπορεί να έχει ένα χειρόγραφο στην εποχή των smartphones;

Όλο και κάποιον θα βρει να το διαβάσει.