Συνέντευξη με την Ελπίδα Καραμπά
Η καλή τέχνη είναι πάντοτε πολιτική
Η επιμελήτρια του ACTOPOLIS Ελπίδα Καραμπά μιλά για την ενέργεια της γενέτειράς της, την τέχνη στην περίοδο της κρίσης και τη σειρά εκδηλώσεων στο πλαίσιο του εγχειρήματος «Actopolis – The Art of Action».
Κυρία Καραμπά, στη σειρά διαλέξεων της Προσωρινής Ακαδημίας Τεχνών (ΠΑΤ), την οποία διοργανώνετε, αναζητάτε την «ενέργεια» της Αθήνας.
Ναι, όταν σε μια πόλη αποδίδονται τέτοια γνωρίσματα, πρόκειται πάντοτε για ένα είδος «branding», για ένα σήμα κατατεθέν. Λέμε ότι μια πόλη είναι ζωντανή ή νεκρή. Αλλά αυτοί είναι χαρακτηρισμοί που της δίνονται πάντα απέξω.
Λένε ότι το Βερολίνο είναι φτωχό αλλά σέξι.
Για μένα, αυτό είναι αστείο. Το Βερολίνο είναι πλούσιο σε σύγκριση με την Αθήνα. Γι’ αυτό και δεν έχει νόημα να μιλάμε απλώς για αυτά τα σλόγκαν.
Άρα δεν θεωρείτε πως η Αθήνα είναι μια ζωντανή πόλη;
Πώς! Η Αθήνα είναι μια ζωντανή πόλη, σφύζει από ζωή. Είναι πολύ ζωντανή. Ωστόσο, εμείς προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει αυτό για εμάς τους Αθηναίους. Τι κάνουμε εμείς με αυτή την «ενέργεια»; Και τι σημαίνει «ενέργεια» σε αυτή την περίπτωση; Πρέπει να μιλήσουμε για τα αντικειμενικά δεδομένα που εμπεριέχει η έννοια αυτή.
Εννοείτε την κρίση, τα κοινωνικά προβλήματα...
Ναι, και αυτά. Δουλεύω με καλλιτέχνιδες που ασχολούνται με τον δημόσιο χώρο. Η μέθοδος που ακολουθώ ως επιμελήτρια βασίζεται στην έρευνα. Με άλλα λόγια, δεν δουλεύουμε μόνο με αντικείμενα και χώρους, αλλά και με λιγότερο ορατές σφαίρες, όπως είναι η σφαίρα του λόγου.
Το εγχείρημα «Ακτόπολις» θέτει στο επίκεντρο της προσοχής τους αστικούς χώρους της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Τι χαρακτηρίζει τη δουλειά που γίνεται στην Αθήνα;
Η Αθήνα είναι ένας ιδιαίτερος τόπος για τους καλλιτέχνες. Οι άνθρωποι πηγαίνουν το Σαββατοκύριακο στο μουσείο με τα παιδιά τους για να περάσουν όμορφα. Αντίθετα, η σκηνή της σύγχρονης τέχνης είναι μικρή. Δεν υπάρχουν θεσμοί, δεν υπάρχουν σημαντικοί χορηγοί. Πολλά πράγματα συμβαίνουν σε ανεπίσημο πλαίσιο. Το ίδιο ισχύει, ωστόσο, για όλες τις χώρες των Βαλκανίων.
Ποιο είναι το θέμα των διαλέξεων της ΠΑΤ;
Το εγχείρημα βασίζεται στην ιδέα μιας «προσωρινής Ακαδημίας Τέχνης». Στο πλαίσιο αυτό θα πραγματοποιηθούν μια σειρά από διαλέξεις και περφόρμανς, πάντοτε σε σχέση με ερωτήματα που περιστρέφονται γύρω από τον αστικό χώρο «Αθήνα». Το εγχείρημα προσανατολίζεται σε δύο άξονες: αφενός τους παράγοντες που επηρεάζουν την πόλη –μετανάστευση, εργασία–, και αφετέρου το πώς αυτοί προσλαμβάνονται.
Στην ουσία, η δουλειά σας αναπτύσσεται λιγότερο σε αίθουσες τέχνης και πιο πολύ σε δημόσιους χώρους. Πιστεύετε ότι η τέχνη πρέπει να παρουσιάζεται έξω, στο δρόμο;
Όταν λέω ότι δουλεύω με δημόσιους χώρους, πολλοί σκέπτονται μεγάλα events, μνημειώδεις πλατείες και λοιπά. Εγώ όμως δεν σκέπτομαι την τόσο μεγάλη κλίμακα. Η στρατηγική μου είναι να μεταφέρω ορισμένους προβληματισμούς σε ένα μικρό κοινό, το οποίο θα τους διαδώσει με τη σειρά του σε άλλους ανθρώπους. Η αλλαγή νοοτροπίας δεν ξεκινά με τυμπανοκρουσίες.
Δεν είναι κάπως ελιτίστικο αυτό;
Φυσικά. Όμως είναι αστείο αντί γι’ αυτό να κάνεις, π.χ., ένα έργο για μετανάστες και μετά να περιμένεις ότι θα έρθουν πολλοί μετανάστες και θα βρεθούν ανάμεσα στο κοινό. Ελιτίστικο δεν είναι το ερώτημα του αν θα έρθουν μετανάστες στις εκδηλώσεις μου ή όχι. Ελιτίστικο είναι ότι μου δόθηκε η ευκαιρία να πάω στο πανεπιστήμιο, ότι έχω χρόνο να βλέπω τέχνη. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να ψάχνουμε την εύκολη λύση. Πρέπει να υπάρξει ένας συνολικός κοινωνικός διάλογος, στον οποίο θα ακουστεί η φωνή των καλλιτεχνών.
Μπορεί να αλλάξει μια κοινωνία μέσω της τέχνης;
Συζήτηση, παρέμβαση, αλλαγή – πρόκειται για τελείως διαφορετικά ζητούμενα.
Και ποια από αυτά μπορεί να ικανοποιήσει η τέχνη;
Αναφέρεστε σε αυτό που πάντα γίνεται αντιληπτό ως κλασικό δίλημμα: Τέχνη ή ακτιβισμός; Θεωρία ή πράξη; Ενώ στην ουσία το ζητούμενο δεν είναι να αλλάξει κανείς κάτι μετρήσιμο. Η τέχνη δεν μπορεί να αντικαταστήσει κοινωνικές δομές ή κάτι παρόμοιο. Η τέχνη κατοικεί στους ενδιάμεσους χώρους. Εμείς μπορούμε να δώσουμε το έναυσμα για διάλογο, να επηρεάσουμε κάποιες αντιλήψεις.
Ωστόσο, το αν θα επενδύσει κανείς, σε μια περίοδο κρίσης, δυνάμεις και πόρους για την τέχνη ή για τον ακτιβισμό είναι μια εντελώς πρακτική απόφαση.
Πρόκειται για ψευδο-δίλημμα. Το ένα δεν υποκαθιστά το άλλο. Και τα δύο είναι ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο. Με διαφορετικό τρόπο.
Πρέπει η τέχνη να είναι πολιτική;
Ναι, πιστεύω ότι η καλή τέχνη είναι πάντοτε πολιτική. Όχι απαραίτητα με συγκεκριμένο πρόγραμμα. Έχουμε όμως καθήκον να πυροδοτούμε έναν λόγο αντίστασης.
Λόγω των κλυδωνισμών των τελευταίων ετών, η σύγχρονη ελληνική τέχνη έχει προσελκύσει παγκόσμιο ενδιαφέρον.
Υπάρχει πάντα μια «τουριστική» πτυχή στο συγκεκριμένο θέμα. Οι άνθρωποι ακούνε τόσα πολλά για την κατάσταση εδώ στην Ελλάδα, που τους φαίνεται ενδιαφέρον να έρθουν να τη δουν από κοντά. Αυτό δεν είναι καλό ή κακό, είναι απλά φυσικό να συμβαίνει.
Οι Έλληνες καλλιτέχνες επωφελούνται από αυτό το ενδιαφέρον;
Ναι. Πολλοί έχουν αποφασίσει μάλιστα με έναν εντελώς πραγματιστικό τρόπο να θεματοποιήσουν την κρίση. Και έχουμε δει πολύ ενδιαφέρουσες δουλειές τα τελευταία χρόνια. Άλλωστε, αυτό είχε ξαναγίνει όταν κατέρρευσε το Ανατολικό Μπλοκ – τότε ξαφνικά όλοι ήθελαν να προωθήσουν τη μετασοβιετική τέχνη. Επίσης, η επόμενη «documenta» θα διεξαχθεί και στην Αθήνα.
Ορισμένοι Έλληνες καλλιτέχνες βλέπουν με δυσπιστία αυτό το ενδιαφέρον που πηγάζει από την κρίση. Έχουν την αίσθηση πως τους αντιμετωπίζουν σαν «εξωτικό είδος».
Εγώ δεν συμμερίζομαι αυτόν το σκεπτικισμό. Θεωρώ ότι η «documenta» έχει ένα δυνατό, ενδιαφέρον πρόγραμμα, από το οποίο θα επωφεληθούμε. Άλλωστε, δεν μπορούμε να αποφύγουμε το να φανεί κάτι «εξωτικό» στα μάτια των άλλων. Το ίδιο ακριβώς συνέβη σε μένα όταν δούλευα με καλλιτέχνες στην Τζακάρτα. Εκείνο που έχει σημασία είναι να το συνειδητοποιείς και να το σκεφτείς. Πάντως, προσωπικά δεν περιμένω μεγάλες αλλαγές, γιατί η σκηνή της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα είναι μικρή και πολύ συγκεκριμένη, κάτι το οποίο δεν θα αλλάξει πιθανότατα για την ώρα. Δεν θα υπάρξουν σπουδαίες αλλαγές – το πολύ πολύ, μια μικρή «επιλόχεια κατάθλιψη» ίσως.