Berlinale Blogger 2018
ΤΣΙΓΑΡΑ, ΠΟΤΑ, ΔΟΥΛΕΙΑ
Το «In den Gängen» [«Στους διαδρόμους»] θα γίνει η νέα γερμανική καλτ ταινία, πιστεύει ο blogger μας στην Μπερλινάλε. Το άχαρο, καταθλιπτικό κομμάτι της Ανατολικής Γερμανίας απαθανατίζεται στην ταινία με τρόπο αυθεντικό αλλά και αστείο.
Γεράσιμου Μπέκα
Κατά τη διάρκεια της Μπερλινάλε έμαθα ότι η υπερβολική κατανάλωση κακών ταινιών μπορεί να προκαλέσει σωματικό πόνο. Και μάλλον δεν είμαι ο μόνος που το πιστεύει, γιατί η αρχική σεκάνς της ταινίας του Thomas Stuber «In den Gängen» προκαλεί τέτοιο κύμα ευφορίας στο Μπερλινάλε Παλάστ, που όλοι φαίνεται να σκέφτονται: Επιτέλους μια καλή ταινία!
Ο Stuber κάνει μια έξυπνη έως ριψοκίνδυνη επιλογή: βάζει κλαρκ να διασχίζουν διαδρόμους με υπόκρουση το γνωστό βαλς του Strauss «Γαλάζιος Δούναβης». Το μυαλό όλων πάει στον Kubrick και την Οδύσσεια του Διαστήματος. Έχουμε να κάνουμε με ιδιοφυΐα ή με θράσος; Οι εκπρόσωποι του Τύπου πάντως χαίρονται, γιατί αναγνωρίζουν την αναφορά, ενώ στους πρώτους διαλόγους της ταινίας γελάνε με ανακούφιση.
Το «In den Gängen» φέρνει αντιμέτωπους τους επισκέπτες της Μπερλινάλε με έναν εντελώς άγνωστο κόσμο, πολύ μακριά από τα κόκκινα χαλιά, κι ας τους χωρίζουν από αυτόν κάποια χιλιόμετρα μονάχα. Και υπ’ όψιν, μιλάμε για μια γερμανική ταινία…
Νυχτα, στην αγορα των χονδρεμπορων
Η ταινία μάς επιτρέπει να παρακολουθήσουμε το προσωπικό μιας αγοράς χονδρεμπόρων στην Ανατολική Γερμανία στη νυχτερινή βάρδια του. Τα λόγια είναι λιγοστά. Το αλκοόλ ρέει αφειδώς. Οι άνθρωποι καπνίζουν ασταμάτητα και παντού. Δεν έχω ξαναδεί το κάπνισμα τραβηγμένο με πιο αντι-αισθητικό τρόπο απ’ ό,τι στην τουαλέτα του προσωπικού στην αγορά αυτή. Φυσικά και απαγορεύεται το κάπνισμα εκεί μέσα. Φυσικά και καπνίζουν όλοι, παρ’ όλα αυτά. Και γενικά, υπάρχουν σαφείς κανόνες και οδηγίες για τα πάντα, όμως κανένας δεν τηρεί τίποτα. Όλα γίνονται, αρκεί να μην αφήσεις να σε πιάσουν. Ναι, η ταινία πρέπει οπωσδήποτε να προβληθεί στην Ελλάδα.Μονοτονος μικροκοσμος
Είναι ωστόσο και μια ταινία για τη δουλειά, για την ακρίβεια αυτό που λέμε «ξεπάτωμα». Ο πελάτης δεν εμφανίζεται σχεδόν πουθενά, βρίσκεται όμως στο επίκεντρο κάθε ενέργειας. Ο όροφος της διοίκησης παραμένει αθέατος, εμείς βρισκόμαστε μαζί με το «προσωπικό εδάφους», που παίρνει εντολές και έχει βολευτεί όπως όπως στον μονότονο μικρόκοσμό του. Οι συνάδελφοι δεν καταλαβαίνουν τον κόσμο εκεί έξω, και αντίστροφα δεν μπορούν να περιμένουν κατανόηση από αυτόν. Ο ένας ανησυχεί μήπως ο γιος του έχει τρελαθεί, επειδή θέλει να σπουδάσει. Ο άλλος δεν πλένεται και τρώει λουκάνικα κοκτέιλ από τον κάδο.Οι αυτόματοι πωλητές είναι πανταχού παρόντες. Ο αυτόματος πωλητής καφέ στην αίθουσα προσωπικού μοιάζει με όαση, ο κουλοχέρης στο μπαρ γίνεται φορέας ελπίδων και στον αυτόματο πωλητή λούτρινων βλέπουμε την απεγνωσμένη προσπάθεια να ορθώσει ο ήρωας το ανάστημά του στο όνομα της αγάπης. Δυστυχώς, στο δεύτερο μισό η ταινία κάνει κοιλιά και η αφήγηση κυλάει λιγάκι χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Εκείνο όμως που για μένα σώζει την ταινία είναι οι εκπληκτικές ‒χωρίς καμία εξαίρεση‒ ερμηνείες που πλαισιώνουν εκείνες των Rogowski και Hüller, όπως και η μουσική σύλληψη. Με τρόπο ανορθόδοξο και εύστοχο και χρησιμοποιώντας πλήθος παραλλαγών, η μουσική δημιουργεί μια ατμόσφαιρα που μου μεταγγίζει τη μελαγχολία των πρωταγωνιστών και μου ψιθυρίζει: Δεν πας καλύτερα μια βόλτα στη θάλασσα;