Jürgen Habermas
Γιατί η πολιτική της Μέρκελ για την Ελλάδα είναι ένα λάθος
Για την Ευρώπη πρέπει να αποφασίσουν οι πολίτες και όχι οι τράπεζες, ζητεί ο διάσημος φιλόσοφος Jürgen Habermas. Η Angela Merkel είναι συνυπεύθυνη για την κρίση. Για την καγκελάριο τα συμφέροντα των επενδυτών είναι σημαντικότερα από την εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας.
Η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ρίχνει εκτυφλωτικό φως στην προβληματική δομή μιας νομισματικής κοινότητας χωρίς πολιτική ενότητα. Όλοι οι πολίτες έπρεπε το καλοκαίρι του 2012 να ευγνωμονούν τον Mario Draghi που με μία και μόνο φράση τους προφύλαξε από τις καταστροφικές συνέπειες της άμεσης απειλής να καταρρεύσει το νόμισμά τους.
Με την ανακοίνωση να αγοράζει, αν χρειαστεί, κρατικά χρέη απεριόριστου ύψους, έβγαλε για το Γιούρογκρουπ τα κάστανα από τη φωτιά. Αναγκάστηκε να πάρει τον λόγο διότι οι αρχηγοί των κρατών ήταν ανίκανοι να δράσουν προς το κοινό συμφέρον της Ευρώπης· εγκλωβισμένοι, ο κάθε ένας στα εθνικά συμφέροντά του, είχαν παγώσει από το σοκ.
Οι χρήματαγορές χαλάρωσαν στο άκουσμα αυτής της μίας φράσης με την οποία ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας υποδύθηκε ότι είχε μια οικονομική κυριαρχία την οποία δεν κατείχε διόλου. Διότι όπως και πριν οι κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών έχουν την τελική ευθύνη για τα δάνεια.
Βέβαια το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν επιβεβαίωσε ότι αυτή η ενέργεια είναι ασύμφωνη με το γράμμα του νόμου των ευρωπαϊκών συμφώνων. Αλλά από την ετυμηγορία του συνεπάγεται ότι, με ελάχιστους περιορισμούς, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να καλύπτει το πεδίο δράσης ενός πιστωτή που τείνει το ύστατο χέρι.
Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ελλάδα είναι μια ψήφος κατά της ταπεινωτικής εξαθλίωσης
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έδωσε τις ευλογίες του σε αυτή την όχι εντελώς συνταγματική δράση σωτηρίας και το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο θα εκδώσει και αυτό την ίδια ετυμηγορία προσθέτοντας τις συνήθεις αιχμές του.Μπαίνεις στον πειρασμό να πεις ότι το δίκαιο των ευρωπαϊκών συμφώνων δεν διαστρεβλώνεται από τους φύλακές του, ωστόσο κάμπτεται για να μπαλώσει κατά περίπτωση τις κακές συνέπειες από την προβληματική δομή της νομισματικής ένωσης που, όπως απέδειξαν επανειλημμένα εδώ και χρόνια νομικοί, πολιτικοί επιστήμονες και οικονομολόγοι, μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με μια μεταρρύθμιση των θεσμών.
Το πηγαινέλα της υπόθεσης μεταξύ Καρλσρούης και Λουξεμβούργου φωτίζει το κενό στη δομή της νομισματικής ένωσης που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κάλυψε προσφέροντας τις πρώτες βοήθειες. Αλλά η έλλειψη φορολογικής κυριαρχίας είναι μόνο ένα από τα πολλά τρωτά σημεία. Η Νομισματική Ένωση παραμένει ασταθής όσο αυτή δεν διευρύνεται σε Τραπεζική, Φορολογική και Οικονομική Ένωση. Όμως αυτό σημαίνει ότι αν δεν θέλουμε να κάνουμε απροκάλυπτα τη δημοκρατία διακοσμητικό στοιχείο, πρέπει να διευρύνουμε τη Νομισματική Ένωση σε Πολιτική Ένωση. Τα δραματικά γεγονότα του 2012 εξηγούν γιατί ο Mario Draghi κολυμπά αντίθετα στο αδρανές ρεύμα μιας κοντόφθαλμης, ναι, ακέφαλης πολιτικής. Μετά την αλλαγή της κυβέρνησης στην Ελλάδα πήρε άμεσα τον λόγο: «Χρειαζόμαστε ένα κβαντικό άλμα στη σύγκλιση των θεσμών… Πρέπει να εγκαταλείψουμε το σύστημα κανόνων για την εθνική οικονομία και να δώσουμε μεγαλύτερη εξουσία στους κοινούς θεσμούς». Ακόμη και αν αυτό δεν ήταν αναμενόμενο από ένα πρώην τραπεζικό της Goldmann-Sachs, λέει ότι θα ήθελε να δει αυτή η αναγκαία θεσμική μεταρρύθμιση να συνδέεται με «περισσότερη δημοκρατική λογοδοσία».
Εδώ μιλά κάποιος που είχε την εμπειρία ότι η διαμάχη πίσω από κλειστές πόρτες των αρχηγών κρατών, που σκέφτονται μόνο την εκλογική πελατεία τους, δεν αρκεί για να παρθούν οι απαραίτητες φορολογικές, οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές αποφάσεις. Σήμερα, τρεις μήνες αργότερα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα αναλαμβάνει να εξαγοράσει χρόνο προσφέροντας δάνεια ανάγκης στις ανίκανες κυβερνήσεις.
Επειδή για τη Γερμανίδα καγκελάριο τον Μάιο 2010 τα συμφέροντα των επενδυτών ήταν σημαντικότερα από ένα κούρεμα του χρέους προκειμένου να εξυγιανθεί η ελληνική οικονομία, βρισκόμαστε πάλι σε μια κρίση. Τώρα αποκαλύπτεται η γύμνια ενός άλλου θεσμικού ελλείμματος.
Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ελλάδα είναι η ψήφος ενός έθνους του οποίου η σαφής πλειονότητα αμύνεται ενάντια στην ταπεινωτική όσο και θλιβερή κοινωνική εξαθλίωση που υπαγορεύει στη χώρα η πολιτική της λιτότητας. Η ψήφος δεν επιδέχεται παρερμηνείες: ο λαός απορρίπτει τη συνέχιση μιας πολιτικής, τα λάθη της οποίας ένιωσε έντονα στο πετσί του. Με αυτή τη δημοκρατική νομιμοποίηση η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί να επιφέρει μια πολιτική αλλαγή στην ευρωζώνη.
Αυτό βρίσκει αντίθετους τους εκπροσώπους των άλλων 18 κυβερνήσεων στις Βρυξέλλες, που δικαιολογούν την άρνησή τους υποδεικνύοντας ψυχρά τους δημοκρατική εντολή που έχουν λάβει και οι ίδιοι. Ποιος δεν θυμάται εκείνες τις πρώτες συναντήσεις, όταν οι νεοφώτιστοι, παντοδύναμοι μέσα στον ενθουσιασμό του θριάμβου τους, συναντούσαν τους «παλιούς» που τους αντιμετώπιζαν εν μέρει ως πατέρες ή μπαρμπάδες και εν μέρει ρουτινιάρικα ή υποτιμητικά, προσφέροντας μια γκροτέσκο ανταλλαγή χτυπημάτων: και οι δύο πλευρές επέμεναν σαν παπαγάλοι ότι ήταν εξουσιοδοτημένοι από τον «λαό» τους.
Η αθέλητη κωμικότητα του ομόθυμου εθνικοκρατικού σκεπτικού τους επέδειξε με αξεπέραστο τρόπο στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη τι λείπει πραγματικά – η εστίαση στη δημιουργία μιας κοινής πολιτικής βούλησης των πολιτών στον πυρήνα της Ευρώπης.
Αλλά το πέπλο που καλύπτει αυτό το θεσμικό έλλειμμα δεν έχει ακόμη σκιστεί πραγματικά. Οι ελληνικές εκλογές έριξαν άμμο στον κινητήρα των Βρυξελλών. Διότι σε αυτή την περίπτωση οι ίδιοι οι πολίτες θα πρέπει να αποφασίσουν για μια εναλλακτική ευρωπαϊκή πολιτική που τους καίει τα δάχτυλα.
Βέβαια, αλλού οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων παίρνουν τέτοιου είδους αποφάσεις τεχνοκρατικά και μεταξύ τους και έτσι γλιτώνουν την κοινή γνώμη στα έθνη τους από ανησυχητικά θέματα. Οι συμβιβαστικές διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες κολλούν βέβαια, επειδή και οι δύο πλευρές αποδίδουν το άκαρπο των διαπραγματεύσεων όχι στη λαθεμένη δομή των διαδικασιών και των θεσμών, αλλά στη λαθεμένη συμπεριφορά των εταίρων τους.
Ασφαλώς το θέμα στην υπόθεση είναι η πεισματική αγκίστρωση σε μια πολιτική λιτότητας, που όχι μόνο δέχεται κριτική από το μεγαλύτερο μέρος των διεθνών επιστημόνων, αλλά είχε βάρβαρο αντίτιμο για την Ελλάδα όπου αποδεδειγμένα απέτυχε. Αλλά η βασική σύγκρουση όπου η μία πλευρά επιθυμεί μια αλλαγή αυτής της πολιτικής ενώ η άλλη αρνείται επίμονα να εμπλακεί σε οποιαδήποτε πολιτική διαπραγμάτευση, προδίδει μια βαθύτερη ασυμμετρία.
Πρέπει να διευκρινίσουμε το ενοχλητικό, ναι, το σκανδαλώδες αυτής της άρνησης:ο συμβιβασμός αποτυχαίνει όχι για μερικά λιγότερα ή περισσότερα δισεκατομμύρια, ούτε καν για τον άλφα ή βήτα όρο, αλλά μόνο εξαιτίας της ελληνικής απαίτησης να δοθεί η δυνατότητα μιας νέας αρχής για την οικονομία και τον λαό, που απομυζήθηκε από τις διεφθαρμένες ελίτ, με ένα κούρεμα του χρέους ή μια ισοδύναμη ρύθμιση, για παράδειγμα ένα μορατόριουμ του χρέους με ρήτρα ανάπτυξης.
Αντ’ αυτού οι πιστωτές επιμένουν στην αναγνώριση ενός βουνού από χρέη το οποίο η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει ποτέ. Σημειωτέον, είναι αναμφισβήτητο ότι αργά ή γρήγορα δεν θα αποφευχθεί να γίνει ένα κούρεμα του χρέους. Δηλαδή οι πιστωτές, αν και το γνωρίζουν καλά, επιμένουν στην τυπική αναγνώριση ενός πραγματικά αβάσταχτου χρέους.
Μέχρι πρόσφατα επέμεναν μάλιστα στην απαίτηση να επιτευχθεί ένα κυριολεκτικά φαντασιακό πρωτογενές πλεόνασμα που θα υπερέβαινε το 4%. Βέβαια αυτή μειώθηκε στην επίσης μη ρεαλιστική απαίτηση για 1%, αλλά μέχρι τώρα η συμφωνία από την οποία εξαρτάται η μοίρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτυχαίνει εξαιτίας της απαίτησης των πιστωτών να συντηρούν κάτι φαντασιακό.
Στην Αθήνα δεν διαφαίνεται καμία λογική προσπάθεια για τον σχηματισμό συνασπισμών
Φυσικά τα «κράτη-δότες» έχουν πολιτικούς λόγους να αγκιστρώνονται σε αυτή την επινόηση με την οποία μπορούν βραχυπρόθεσμα να αναβάλουν τη λήψη μιας δυσάρεστης απόφασης. Φοβούνται, για παράδειγμα, ένα φαινόμενο «ντόμινο» σε άλλα «κράτη-λήπτες»· και η Angela Merkel δεν είναι τόσο σίγουρη για την πλειοψηφία της στην ομοσπονδιακή βουλή. Αλλά όταν οι αντιπαραγωγικές συνέπειες μιας λανθασμένης πολιτικής είναι ολοφάνερες, αυτή πρέπει να αναθεωρηθεί έτσι και αλλιώς. Από την άλλη, η ευθύνη για τη σκακιστική ισοπαλία δεν μπορεί να χρεωθεί μόνο στη μία πλευρά.Δεν μπορώ να κρίνω αν η τακτική της ελληνικής κυβέρνησης βασίζεται σε μια μελετημένη στρατηγική, ούτε τι έχει να κάνει με πολιτικές αναγκαιότητες και τι με την απειρία ή την ακαταλληλότητα του πολιτικού προσωπικού. Δεν έχω αρκετή πληροφόρηση για τις διαδεδομένες πρακτικές και τις κοινωνικές δομές που αντιτίθενται σε πιθανές μεταρρυθμίσεις.
Είναι εμφανές, πάντως, ότι οι Βίττελσμπαχ δεν δόμησαν ένα λειτουργικό κράτος. Βέβαια αυτές οι δύσκολες συνθήκες δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί η ελληνική κυβέρνηση δυσκολεύει ακόμη και όσους τη συμπαθούν να αναγνωρίσουν μια γραμμή στην πλανητική της συμπεριφορά. Δεν διαφαίνεται καμιά λογική προσπάθεια για τον σχηματισμό συνασπισμών· δεν ξέρουμε αν οι αριστεροί εθνικιστές ασπάζονται τελικά μια κάπως εθνοκεντρική ιδέα συντροφικότητας και ζητούν να μείνουν στην ευρωζώνη μόνο από εξυπνάδα ή αν η προοπτική τους υπερβαίνει όντως το εθνικό κράτος.
Το αίτημα για ένα κούρεμα χρέους ως basso continuo στις διαπραγματεύσεις δεν αρκεί πάντως για να αφυπνίσει στην άλλη πλευρά τη βεβαιότητα ότι η νέα κυβέρνηση είναι αλλιώτικη, ότι θα είναι πιο δραστήρια και πιο υπεύθυνη από τις πελατειακές κυβερνήσεις που διαδέχθηκε.
Ο Τσίπρας και ο Σύριζα θα μπορούσαν να είχαν αναπτύξει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα μιας αριστερής κυβέρνησης και να το «επιδείξουν» στους διαπραγματευτές εταίρους στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Τον περασμένο μήνα η Amartya Sen συνέκρινε τη λιτότητα που επέβαλε η γερμανική κυβέρνηση με ένα φάρμακο που περιέχει ένα τοξικό μείγμα από αντιβιοτικά και ποντικοφάρμακο.
Η αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσε εντελώς στο πνεύμα του οικονομολόγου νομπελίστα Keynes να προβεί σε μια ανάλυση του φαρμάκου της Μέρκελ και να απορρίψει με συνέπεια όλες τις νεοφιλελεύθερες προκλήσεις. Αλλά ταυτόχρονα θα έπρεπε να κάνει πιστευτή την πρόθεσή της να εφαρμόσει τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό του κράτους και της οικονομίας, να κατανείμει τα βάρη, να καταπολεμήσει τη διαφθορά. τη φοροδιαφυγή κτλ.
Αντ’ αυτού έριξε το βάρος στην ηθικολογία, σε ένα blame game που στις δεδομένες περιστάσεις έφερε τη γερμανική κυβέρνηση στην πλεονεκτική θέση να συντρίψει με νεογερμανική στιβαρότητα την απόλυτα δικαιολογημένη διαμαρτυρία της Ελλάδας για το έξυπνο τελεία και παύλα στις δύο συν τέσσερα διαπραγματεύσεις.
Η αδύναμη εμφάνιση της ελληνικής κυβέρνησης δεν αλλάζει τίποτε στο σκάνδαλο ότι οι πολιτικοί στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο αρνούνται να αντιμετωπίσουν τους συναδέλφους τους από την Αθήνα ως πολιτικούς. Μπορεί να έχουν την εμφάνιση πολιτικών, δέχονται όμως να συζητήσουν μόνο όσα αφορούν στον οικονομικό τους ρόλο ως πιστωτών. Αυτή η μεταμόρφωση σε ζόμπι στοχεύει να προσδώσει στην παρελκυόμενη αφερεγγυότητα ενός κράτους τον χαρακτήρα μιας μη πολιτικής, δικάσιμης υπόθεσης ιδιωτικού δικαίου.
Έτσι μπορεί να αποποιηθεί κανείς ευκολότερα την πολιτική συνυπευθυνότητα. Ο γερμανικός Τύπος λοιδορεί την πράξη μετονομασίας της Τρόικα· και πράγματι αυτό θυμίζει πράξη μαγείας. Αλλά εκφράζει τη νόμιμη επιθυμία να αποκαλυφθεί το πρόσωπο των πολιτικών που κρύβεται πίσω από τη μάσκα των χρηματοδοτών. Διότι μόνο ως πολιτικοί μπορεί να λογοδοτήσουν για την αποτυχία που διεύρυνε μαζικά τις χαμένες προοπτικές ζωής, την ανεργία, την ασθένεια, την κοινωνική εξαθλίωση και την απελπισία.
Το σκάνδαλο στο σκάνδαλο είναι η ακαμψία
Για τις αμφίβολες δραστηριότητες διάσωσης η Angela Merkel φρόντισε να πάρει εκ των προτέρων στο σκάφος της το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αυτό είναι αρμόδιο για τις δυσλειτουργίες του διεθνούς οικονομικού συστήματος: ως θεραπευτής φροντίζει για τη σταθερότητά του και συνεπώς δρα προς το κοινό όφελος των επενδυτών, ιδίως των θεσμικών.Ως μέλη της Τρόικα συγχωνεύονται σε αυτό και ευρωπαϊκοί θεσμοί, έτσι οι πολιτικοί, όσο ενεργούν υπ’ αυτή την ιδιότητα, μπορούν να καταφύγουν στον ρόλο ανεύθυνων πρακτόρων που δεσμεύονται αυστηρά από κανόνες.
Αυτή η αναγωγή της πολιτικής σε συμβατότητα με τις αγορές εξηγεί ίσως την αναίδεια με την οποία οι εκπρόσωποι της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, άτομα με αναμφισβήτητη ηθική χωρίς καμία εξαίρεση, αρνούνται την πολιτική τους συνυπευθυνότητα για τις καταστροφικές κοινωνικές συνέπειες όταν ως κορυφαίοι γνωμοδότες στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δέχτηκαν να εφαρμοστούν τα νεοφιλελεύθερα προγράμματα λιτότητας.
Το σκάνδαλο στο σκάνδαλο είναι η ακαμψία με τη οποία η γερμανική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται τον ηγετικό της ρόλο. Η Γερμανία οφείλει την ώθηση προς την οικονομική της άνοδο, από την οποία τροφοδοτείται μέχρι σήμερα, στην ευφυΐα των δανειστών της, στα έθνη που στη Συνθήκη του Λονδίνου το 1953 διέγραψαν περίπου το μισό της χρέος.
Όμως δεν έχει σημασία η ηθική δυσαρέσκεια, αλλά η πολιτική ουσία: οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης δεν επιτρέπεται να συνεχίσουν να κρύβονται από τους ψηφοφόρους τους και να αποφεύγουν τις εναλλακτικές πολιτικές ενώπιον των οποίων μας φέρνει μια πολιτικά μη ολοκληρωμένη νομισματική ένωση. Οι πολίτες και όχι οι τράπεζες πρέπει να έχουν την τελευταία λέξη σε ζητήματα που καθορίζουν το ευρωπαϊκό πεπρωμένο.
Στη μεταδημοκρατική αποκοίμιση της κοινής γνώμης συμβάλλει επίσης η μεταμόρφωση του Τύπου σε μια εξυπηρετική δημοσιογραφία η οποία, χέρι με χέρι με την κάστα των πολιτικών, φροντίζει να μένουν ευχαριστημένοι οι πελάτες.