Αν δούμε τη διεθνή πρακτική, θα διαπιστώσουμε ότι η κατάρτιση του ειδικευμένου εκπαιδευτικού προσωπικού και των καθηγητών ξένων γλωσσών γίνεται με διαφορετικούς τρόπους και γι’ αυτό δεν είναι καθόλου ενιαία ως προς τη δομή της. Εκπαιδευτικοί οι οποίοι διδάσκουν ξένες γλώσσες σε Δημοτικά σχολεία, διαθέτουν για παράδειγμα ή πτυχίο παιδαγωγικής σχολής ή είναι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με μια επιπλέον εκπαίδευση/ειδίκευση στη διδασκαλία ξένης γλώσσας σε μικρή ηλικία ή έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευση ως ειδικευμένο εκπαιδευτικό προσωπικό.
Εκπαιδευτικοί, οι οποίοι καλούνται να διδάξουν μια ξένη γλώσσα, συχνά αποκτούν την ανάλογη κατάρτιση του „ ειδικευμένου εκπαιδευτικού προσωπικού για τη διδασκαλία ξένης γλώσσας“ συμμετέχοντας σε επιμορφωτικά προγράμματα. Κατ’ αρχάς, η εκπαίδευση των διδασκόντων οφείλει να διασφαλίζει ότι οι βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν το μάθημα στο Νηπιαγωγείο και στο Δημοτικό, θα διδαχθούν με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα αποτελέσουν χρήσιμο εργαλείο για το σχεδιασμό και την εκτέλεση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Το σχετικό πρόγραμμα πρέπει να συμπεριλαμβάνει καλές γνώσεις για την ανάπτυξη και εξέλιξη του παιδιού και το περιεχόμενο του μαθήματος να ανταποκρίνεται στην ηλικία του παιδιού. Κατά τη γνωστική διαδικασία συνδυάζονται οι δραστηριότητες των παιδιών και οι προσωπικές τους πρωτοβουλίες με την φυσική τους έφεση για μάθηση, όπως επίσης και η πρόσληψη πληροφοριών από τον κοινωνικό περίγυρο ή μέσω του εκάστοτε προσώπου αναφοράς ή διδάσκοντος
[2].
Το ιδανικό θα ήταν αν το πρόγραμμα σπουδών περιελάμβανε όλα τα βασικά θέματα με τα οποία θα ασχοληθεί ο φοιτητής στο μελλοντικό του επαγγελματικό πεδίο, έχοντας φυσικά πάντα κατά νου, πώς αυτά τα θέματα μπορούν να διδαχθούν στην ξένη γλώσσα.
Οδηγίες:
- Εκπαιδευτικοί και διδάσκοντες ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία, πρέπει να έχουν ολοκληρώσει ειδικούς κλάδους σπουδών, με γνωστικό αντικείμενο τη διδασκαλία της γλώσσας με τον κατάλληλο για τα παιδιά τρόπο.
- Οι σπουδές πρέπει να έχουν ως στόχο την κατάκτηση δεξιοτήτων και κατά τη διάρκειά τους να διδάσκονται, όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένα, οι θεωρητικές βασικές αρχές, αλλά και να αναπτύσσονται και να υποστηρίζονται οι ικανότητες για ανάληψη δράσης.
- Για τη διδασκαλία της ξένης γλώσσας σε μικρή ηλικία στο Νηπιαγωγείο και το Δημοτικό οι εκπαιδευτικοί και οι διδάσκοντες πρέπει να διαθέτουν γλωσσικές γνώσεις σε επίπεδο B2 έως C1 του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς, ώστε να χειρίζονται τη γλώσσα όσο το δυνατόν πιο άνετα και χωρίς λάθη.
- Κατά τη διάρκεια των σπουδών η ξένη γλώσσα πρέπει να είναι και η γλώσσα εργασίας και να χρησιμοποιείται όσο το δυνατόν πιο συχνά.
- Το περιεχόμενο των σπουδών θα πρέπει να έχει διαπολιτισμικό χαρακτήρα, δηλαδή, και οι δύο γλώσσες και πολιτισμοί – η γλώσσα και ο πολιτισμός καταγωγής και η γλώσσα/πολιτισμός-στόχος– πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να συνδέονται μεταξύ τους.
- Ιδανικό θα ήταν να προετοιμάζονται οι φοιτητές να εφαρμόσουν τη διδακτική της πολυγλωσσίας – δηλαδή να λαμβάνουν υπόψη και να χρησιμοποιούν εποικοδομητικά τόσο τις γλώσσες που δυνητικά ομιλούνται σε μια ομάδα μαθητών, όσο και τις γλωσσικές εμπειρίες που ήδη έχουν τα παιδιά.
- Στα πλαίσια της εκπαίδευσής τους θα πρέπει να τους δίνεται η ευκαιρία να δοκιμάζουν πρακτικά τις αρχές και μεθόδους του μαθήματος και να κρίνουν και να αξιολογούν τα πορίσματα στην ομάδα.
- Στα πλαίσια των σπουδών πρέπει να διδάσκονται τα γλωσσικά μέσα που είναι απαραίτητα για θέματα και καταστάσεις που έχουν σχέση με τα παιδιά, καθώς επίσης τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα για το σωστό χειρισμό της γνωστικής διαδικασίας.
- Θα έπρεπε να δίνεται στους φοιτητές η ευκαιρία να ενημερωθούν για τις σημαντικότερες εξελίξεις της γλωσσικής πολιτικής και να συζητήσουν μεταξύ τους στα πλαίσια της δικής τους επαγγελματικής κατάστασης.
- Στα πλαίσια της εκπαίδευσης θα πρέπει να τους δίνεται η δυνατότητα διαμονής στο εξωτερικό ή ακόμη αυτή να είναι προγραμματισμένη.