Οδηγίες της Νυρεμβέργης
Το παιδί στο επίκεντρο του γλωσσικού προγράμματος
Το πρόγραμμα εκμάθησης ξένης γλώσσας που έχει σχεδιασθεί ειδικά για παιδιά, πρέπει να αποσκοπεί στη συνολική ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού.
Επίσης, πρέπει να ενισχύει και να βελτιώνει εξίσου τις συναισθηματικές, δημιουργικές, κοινωνικές, νοητικές και γλωσσικές του ικανότητες, με στόχο την επικοινωνία στην ξένη γλώσσα.
Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος πρέπει το κάθε παιδί να υποστηριχθεί σύμφωνα με το προσωπικό του επίπεδο ανάπτυξης.
Ο άνθρωπος, πριν ακόμη γεννηθεί, είναι προσανατολισμένος προς τη γλώσσα. Τα βρέφη συντονίζονται υποσυνείδητα με τη μελωδία της γλώσσας που ακούν στο περιβάλλον τους. Οι πρώτες τους προσπάθειες να μιμηθούν φθόγγους αποτελούν επικοινωνιακές πράξεις.
Περίπου από το δεύτερο έτος της ηλικίας τους μαθαίνουν συνειδητά τη γλώσσα. Γλώσσα και σκέψη ταυτίζονται. Το παιδί αποκτά παίζοντας – με επίκεντρο τον εαυτό του, αλλά σε διαρκή κοινωνική αλληλεπίδραση – μια εικόνα του κόσμου και μαθαίνει ταυτόχρονα τα πρότυπα και τις συμμετρίες της γλώσσας.
Η περαιτέρω γλωσσική, νοητική και συναισθηματική ανάπτυξή του εξαρτάται από το κοινωνικό και πολιτιστικό του περιβάλλον, από το βαθμό που γίνεται αποδεκτό ως άτομο και από το αν το μεταχειρίζονται ανάλογα με τις ανάγκες, τις προτιμήσεις και τις ικανότητές του.
Οδηγίες:
Ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού, μπορούν να διατυπωθούν οι εξής οδηγίες σε ό,τι αφορά τη διαδικασία εκμάθησης ξένων γλωσσών:
Περίπου από το δεύτερο έτος της ηλικίας τους μαθαίνουν συνειδητά τη γλώσσα. Γλώσσα και σκέψη ταυτίζονται. Το παιδί αποκτά παίζοντας – με επίκεντρο τον εαυτό του, αλλά σε διαρκή κοινωνική αλληλεπίδραση – μια εικόνα του κόσμου και μαθαίνει ταυτόχρονα τα πρότυπα και τις συμμετρίες της γλώσσας.
Η περαιτέρω γλωσσική, νοητική και συναισθηματική ανάπτυξή του εξαρτάται από το κοινωνικό και πολιτιστικό του περιβάλλον, από το βαθμό που γίνεται αποδεκτό ως άτομο και από το αν το μεταχειρίζονται ανάλογα με τις ανάγκες, τις προτιμήσεις και τις ικανότητές του.
Οδηγίες:
Ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού, μπορούν να διατυπωθούν οι εξής οδηγίες σε ό,τι αφορά τη διαδικασία εκμάθησης ξένων γλωσσών:
- Τα παιδιά, με την απροκατάληπτη στάση και τον αυθορμητισμό τους, ενθουσιάζονται ιδιαίτερα εύκολα και δέχονται με μεγάλη προθυμία να συμμετάσχουν σε παιγνιώδεις δραστηριότητες.
- Πρέπει να εκμεταλλευτεί κανείς τη συνήθως μεγάλη παιδική περιέργεια, την τάση για εξερεύνηση, την προθυμία για μάθηση και την ικανότητα πρόσληψης νέων πληροφοριών και γνώσεων, ώστε τα παιδιά να μάθουν και να πειραματιστούν με πρακτικό τρόπο που απαιτεί την ανάληψη δράσης.
- Τα παιδιά προσανατολίζονται ως προς το χρόνο και το χώρο στην άμεση πραγματικότητα. Σε ένα περιβάλλον που βρίσκεται έξω από τη γλώσσα-στόχο χρειάζονται κατανοητά ερεθίσματα.
- Τα παιδιά χρειάζονται εξηγήσεις με συγκεκριμένα παραδείγματα για να καταλάβουν. Μετά από μια συγκεκριμένη ηλικία είναι σε θέση να κατανοούν αφηρημένες έννοιες. Για να μαθαίνει λοιπόν ένα παιδί με επιτυχία και η γνώση αυτή να του δίνει χαρά, πρέπει οι μαθησιακές δραστηριότητες και διαδικασίες να συνδέονται με πραγματικές καταστάσεις και να απαιτούν συμμετοχή και δράση.
- Τα παιδιά μπορούν να συγκεντρωθούν για σύντομο χρονικό διάστημα. Θα έπρεπε λοιπόν να εκμεταλλευτούμε τη συνήθως καλή παιδική μνήμη με παιγνιώδη τρόπο και να την εξελίξουμε.
- Τα παιδιά είναι κατά βάση απροκατάληπτα και γι’ αυτό μπορούν πολύ εύκολα να ασχοληθούν με διαπολιτισμικά θέματα.
Οι επιτυχίες στην εκμάθηση ξένης γλώσσας σε μικρή ηλικία ποικίλουν από παιδί σε παιδί ως προς τη δυναμική τους, ακολουθούν όμως προφανώς συγκεκριμένα μοντέλα. Δεν υπάρχουν βέβαια ακόμη κοινά αποδεκτά συμπεράσματα για την ακριβή σειρά των φάσεων ή επιπέδων γλωσσομάθειας των παιδιών. Η κλίμακα επιπέδων του Piaget βασίζεται σε πολλές εμπειρικές έρευνες, αμφισβητείται όμως σήμερα όπως και άλλα μοντέλα [1].
Σήμερα είναι βέβαιο, ότι «οι άνθρωποι μπορούν ανά πάσα στιγμή να μάθουν μια ή περισσότερες καινούργιες γλώσσες. Τα πορίσματα όμως της έρευνας εκμάθησης γλωσσών και της έρευνας του εγκεφάλου συνηγορούν υπέρ της εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας σε όσο το δυνατόν μικρότερη ηλικία. Είναι αποδεδειγμένο ότι μέχρι την ηλικία των έξι ετών το παιδί μπορεί να μάθει μια δεύτερη γλώσσα με τέλεια προφορά. Μέχρι την εφηβεία αφομοιώνει ευκολότερα το συντακτικό και τη μορφολογία απ’ ότι αργότερα [2].“ Από την άλλη πλευρά, πολλοί άλλοι παράγοντες επηρεάζουν την επιτυχή εκμάθηση των παιδιών. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται η ποιότητα των διδασκόντων και του διδακτικού υλικού ή η διάρκεια και η ένταση της επαφής με τη γλώσσα.
Οδηγίες:
Σήμερα είναι βέβαιο, ότι «οι άνθρωποι μπορούν ανά πάσα στιγμή να μάθουν μια ή περισσότερες καινούργιες γλώσσες. Τα πορίσματα όμως της έρευνας εκμάθησης γλωσσών και της έρευνας του εγκεφάλου συνηγορούν υπέρ της εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας σε όσο το δυνατόν μικρότερη ηλικία. Είναι αποδεδειγμένο ότι μέχρι την ηλικία των έξι ετών το παιδί μπορεί να μάθει μια δεύτερη γλώσσα με τέλεια προφορά. Μέχρι την εφηβεία αφομοιώνει ευκολότερα το συντακτικό και τη μορφολογία απ’ ότι αργότερα [2].“ Από την άλλη πλευρά, πολλοί άλλοι παράγοντες επηρεάζουν την επιτυχή εκμάθηση των παιδιών. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται η ποιότητα των διδασκόντων και του διδακτικού υλικού ή η διάρκεια και η ένταση της επαφής με τη γλώσσα.
Οδηγίες:
- Η διαδικασία της εκμάθησης ξένης γλώσσας σε μικρή ηλικία πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με την εξέλιξη της μητρικής γλώσσας.
- Κατά τη διάρκεια της εκμάθησης της γλώσσας πρέπει να προσφέρονται στο παιδί αρκετές ευκαιρίες να εφαρμόζει αυτά που έμαθε σε μια κοινωνική περίσταση ή σε διαδραστική επικοινωνία, π.χ. με τον διδάσκοντα ή τους συμμαθητές του.
- Η διαπίστωση ότι η διαδικασία εκμάθησης ξένων γλωσσών ακολουθεί προφανώς ορισμένες φάσεις, μας αναγκάζει να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας για τα λάθη που κάνει το παιδί κατά την εκμάθηση της ξένης γλώσσας: Τα λάθη είναι βήματα προόδου στην πορεία προς την κατάκτηση της γλώσσας και πρέπει να τα διαχειριζόμαστε με υπομονή και κατανόηση, ως δικαιολογημένα στάδια της γνωστικής διαδικασίας.
- Ο εκπαιδευτικός και/ή ο διδάσκοντας θα έπρεπε να θεωρεί τα λάθη ως σημαντική ένδειξη για το στάδιο της διαδικασίας εκμάθησης της ξένης γλώσσας και να τα χρησιμοποιεί για την περαιτέρω βελτίωση της γλωσσομάθειας του παιδιού.
Τα παιδιά στην ηλικία του Νηπιαγωγείου και στις αρχές του Δημοτικού δεν έχουν ακόμη ωριμάσει συναισθηματικά σε μεγάλο βαθμό. Για πρώτη φορά μαθαίνουν να ζουν σ’ ένα περιβάλλον το οποίο βρίσκεται έξω από το γνωστό οικογενειακό τους περιβάλλον. Κάνουν τις πρώτες φιλίες, γνωρίζουν καινούργια πρόσωπα αναφοράς, έχουν πολύ διαφορετικές προσωπικές εμπειρίες. Αυτή η καινούργια κατάσταση, σε συνδυασμό με τους καινούργιους ήχους της ξένης γλώσσας, απαιτεί έναν πολύ ευαίσθητο χειρισμό, ο οποίος λαμβάνει κυρίως υπόψη τη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού.
Τα παιδιά δεν έχουν μόνο ιδιαίτερες ικανότητες, αλλά και πολύ συγκεκριμένες ανάγκες, οι οποίες θα έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπόψη στο μάθημα της ξένης γλώσσας, για να νοιώθει καλά ο μικρός μαθητής και να έχει την ανάλογη επιτυχία η μαθησιακή διαδικασία. Ένα παιδί έχει την ανάγκη,
Εκπαιδευτικοί ή διδάσκοντες πρέπει πάντα να λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες του παιδιού κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των στόχων, του περιεχομένου και των μεθόδων εκμάθησης ξένης γλώσσας σε μικρή ηλικία.
Τα παιδιά δεν έχουν μόνο ιδιαίτερες ικανότητες, αλλά και πολύ συγκεκριμένες ανάγκες, οι οποίες θα έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπόψη στο μάθημα της ξένης γλώσσας, για να νοιώθει καλά ο μικρός μαθητής και να έχει την ανάλογη επιτυχία η μαθησιακή διαδικασία. Ένα παιδί έχει την ανάγκη,
- να νοιώθει ασφάλεια στο μαθησιακό του περιβάλλον
- να δέχεται συμπάθεια και να μπορεί να την ανταποδώσει και να τη δείξει
- να εκφράζει συναισθήματα, να χαίρεται και να δίνει χαρά σε άλλους
- να συνεννοείται με άλλους, να εκφράζει τις σκέψεις του
- να παίζει, να είναι δραστήριο, να κινείται και να μπορεί να εκτονώνεται
- να εκφράζεται δημιουργικά
- να έχει επιτυχίες και να δέχεται επαίνους
- να μαθαίνει καινούργια πράγματα, να αποκτά εμπειρίες, να ανακαλύπτει, να εξερευνά ενεργά
- να μιμείται σε παιγνίδια ρόλων (ή κάτι ανάλογο) αυτά που έχει μάθει και έτσι να τα διεργάζεται συναισθηματικά
Εκπαιδευτικοί ή διδάσκοντες πρέπει πάντα να λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες του παιδιού κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των στόχων, του περιεχομένου και των μεθόδων εκμάθησης ξένης γλώσσας σε μικρή ηλικία.
Ήδη από το Δημοτικό θα έπρεπε τα παιδιά να μαθαίνουν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού των Ηνωμένων Εθνών. Στα παιδιά που ξέρουν ποιά είναι τα δικαιώματά τους, παρουσιάζονται περισσότερες δυνατότητες στο άμεσο κοινωνικό τους περιβάλλον. Από το βασικό δικαίωμα για γλωσσική εκπαίδευση απορρέουν πολλά επιπλέον δικαιώματα. Όποιος ξέρει να διαβάζει και να γράφει και αυτό π.χ. σε μια ή περισσότερες ξένες γλώσσες, θα μάθει να επικοινωνεί σε πολλά επίπεδα και αναπτύσσει πιο εύκολα κοινωνικές δεξιότητες.
Το δικαίωμα στην εκπαίδευση, στην εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, δίνει στα παιδιά τη δυνατότητα να γνωρίσουν ξένους πολιτισμούς, να κατανοούν ευκολότερα οτιδήποτε ξένο, να αναπτύξουν περιέργεια, αλλά και ανεκτικότητα, να ακολουθήσουν δρόμους που θα ήταν κλειστοί χωρίς τις γλωσσικές γνώσεις κι έτσι να μπορέσουν να αναπτύξουν τη δική τους προσωπικότητα χωρίς περιορισμούς.
Τα μικρά παιδιά δεν ντρέπονται τους ξένους και αντιδρούν χωρίς προκαταλήψεις σε ξένους γλωσσικούς ήχους. Δεν μπορούν όμως να διεκδικήσουν μόνα τους τη δυνατότητα να μάθουν μια ξένη γλώσσα όπως αρμόζει στην ηλικία τους.
Η εκμάθηση της ξένης γλώσσας σε μικρή ηλικία θα έπρεπε να διασφαλίζει σε όλα τα παιδιά τα παρακάτω δικαιώματα, που αφορούν στο γλωσσικό τομέα:
Τα προγράμματα εκμάθησης ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία θα έπρεπε να προσφέρουν όσο το δυνατόν περισσότερες πρακτικές ευκαιρίες στα παιδιά να βιώσουν μεθοδευμένα τα δικαιώματά τους, σύμφωνα με την ηλικία τους και να ενισχύσουν έτσι την προσωπικότητα τους. Αυτό σημαίνει, να ακούμε τα παιδιά, να τα προκαλούμε να εκφρασθούν, να επιτρέπουμε τις ερωτήσεις και να διορθώνουμε τα λάθη τους με ευαισθησία και προσοχή.
Το δικαίωμα στην εκπαίδευση, στην εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, δίνει στα παιδιά τη δυνατότητα να γνωρίσουν ξένους πολιτισμούς, να κατανοούν ευκολότερα οτιδήποτε ξένο, να αναπτύξουν περιέργεια, αλλά και ανεκτικότητα, να ακολουθήσουν δρόμους που θα ήταν κλειστοί χωρίς τις γλωσσικές γνώσεις κι έτσι να μπορέσουν να αναπτύξουν τη δική τους προσωπικότητα χωρίς περιορισμούς.
Τα μικρά παιδιά δεν ντρέπονται τους ξένους και αντιδρούν χωρίς προκαταλήψεις σε ξένους γλωσσικούς ήχους. Δεν μπορούν όμως να διεκδικήσουν μόνα τους τη δυνατότητα να μάθουν μια ξένη γλώσσα όπως αρμόζει στην ηλικία τους.
Η εκμάθηση της ξένης γλώσσας σε μικρή ηλικία θα έπρεπε να διασφαλίζει σε όλα τα παιδιά τα παρακάτω δικαιώματα, που αφορούν στο γλωσσικό τομέα:
- το δικαίωμα για όσο το δυνατόν ευρύτερη γλωσσική παιδεία σε μικρή ηλικία (με στόχο την ισότητα ευκαιριών). Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει τόσο την ανάπτυξη της μητρικής γλώσσας ή της γλώσσας καταγωγής, όσο και τη διεύρυνση των γλωσσικών γνώσεων του παιδιού με την εκμάθηση ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία.
- το δικαίωμα σε διδακτέα ύλη με διαπολιτισμικό περιεχόμενο, καθώς επίσης τη δυνατότητα για διαπολιτισμική επικοινωνία.
- το δικαίωμα για τη μεγαλύτερη δυνατή ανάπτυξη όλων των ικανοτήτων του παιδιού μέσω του γλωσσικού προγράμματος. Αυτό περιλαμβάνει και την πολυαισθητηριακή μάθηση με σκοπό την απόκτηση γνώσης.
- το δικαίωμα για αυτόνομη δράση και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων στα πλαίσια των προσφερόμενων προγραμμάτων εκμάθησης γλώσσας.
- το δικαίωμα να κάνουν γλωσσικά λάθη, χωρίς να τιμωρούνται.
- το δικαίωμα να γίνονται αποδεκτά και να χαίρουν ίσης μεταχείρισης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γλώσσα, η θρησκεία ή ο πολιτισμός της χώρας από την οποία κατάγονται.
Τα προγράμματα εκμάθησης ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία θα έπρεπε να προσφέρουν όσο το δυνατόν περισσότερες πρακτικές ευκαιρίες στα παιδιά να βιώσουν μεθοδευμένα τα δικαιώματά τους, σύμφωνα με την ηλικία τους και να ενισχύσουν έτσι την προσωπικότητα τους. Αυτό σημαίνει, να ακούμε τα παιδιά, να τα προκαλούμε να εκφρασθούν, να επιτρέπουμε τις ερωτήσεις και να διορθώνουμε τα λάθη τους με ευαισθησία και προσοχή.
Πηγές
[1] Βλ. σχετικά α) Κλίμακα επιπέδων του Jean Piaget, π.χ. Διαδίκτυο, στη διεύθυνση β) Bleyhl (2000) γ) Tracy (2007)
[2] Apeltauer, Hoppenstedt (πιθανή έκδοση το 2010)