Συνέντευξη
Γιόακιμ Σαρτόριους

Μισό πορτραίτο ενός άνδρα που ακουμπά τοίχο με τον αριστερό του ώμο σε έναν γαλάζιο. Το πρόσωπό του είναι στραμμένο προς τα δεξιά και έχει το αριστερό του χέρι στο πηγούνι του. Έχει φωτεινά μπλε μάτια, ρυτίδες γύρω από τα μάτια, τη μύτη και το στόμα του και είναι καλοξυρισμένος. Φορά ένα δαχτυλίδι στον παράμεσο, καρό σακάκι και μωβ πουκάμισο.
Γιόακιμ Σαρτόριους - Νομικός, διπλωμάτης, καλλιτεχνικός διευθυντής φεστιβάλ, ποιητής και μεταφραστής | Φωτ.: Γιόακιμ Σαρτόριους

Κύριε Σαρτόριους, πριν ασκήσετε το επάγγελμα του Γενικού Γραμματέα του Ινστιτούτου Γκαίτε και του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Berliner Festspiele, εργαζόσασταν για περίπου 14 χρόνια στη διπλωματική υπηρεσία και από το 1983 έως το 1986 ως απεσταλμένος στη Γερμανική Πρεσβεία στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, εντρυφήσατε  στον πολιτισμό της χώρας και συνάψατε φιλίες με γνωστούς καλλιτέχνες και δημιουργούς. Τι συνέβαινε τότε στο νησί σε πολιτιστικό επίπεδο; Ποια διάθεση επικρατούσε στην πολιτιστική σκηνή;

Η πολιτιστική σκηνή εκείνο τον καιρό απέκτησε ζωή. Βάσει προγράμματος ιδρύθηκαν καταπληκτικές γκαλερί, η πύλη Αμμοχώστου αποτελούσε το νέο πολιτιστικό κέντρο της πόλης, όπου είδα πολλές συναρπαστικές βραδιές χορού από την Αριάννα Οικονόμου αλλά και εξαιρετικές εγκαταστάσεις και βιντεοσκοπήσεις, όπως για παράδειγμα στα πλαίσια μιας πολιτιστικής ανταλλαγής μεταξύ Κολωνίας και Λευκωσίας. Ο φίλος μου ο Γκάρο Κεχεγιάν ίδρυσε το Ίδρυμα Τεχνών Φάρος και μετέτρεψε ένα παλιό εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο παπουτσιών στην παλιά πόλη σε ένα συναρπαστικό κέντρο για παλιά και σύγχρονη μουσική. Αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα. Συνολικά, ο τέως δήμαρχος Λέλλος Δημητριάδης και η πολιτιστική λειτουργός του, Άννα Μαραγκού, δημιούργησαν μια καλή ατμόσφαιρα. Και επειδή το ρωτάτε, γενικά η διάθεση βασιζόταν σε μια καινούργια αρχή, ακόμα κι αν η ζήτηση και η «αγορά» ήταν μικρές, γιατί ήταν και εξακολουθεί να είναι η Κύπρος ένα μικρό και διχοτομημένο νησί. Οι συγγραφείς ειδικότερα θα προτιμούσαν να εκδίδουν βιβλία στην Αθήνα παρά να συνεργαστούν με έναν μικρό κυπριακό εκδοτικό οίκο. Πιθανώς τίποτα δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα.

Σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, το γερμανικό πολιτιστικό ινστιτούτο, το Ινστιτούτο Γκαίτε, δεν υπάγεται στη γερμανική πρεσβεία. Υπάρχει όμως μια γεμάτη εμπιστοσύνη συνεργασία και ανταλλαγή. Πώς αντιλαμβανόσασταν το έργο του Ινστιτούτου Γκαίτε Λευκωσίας εκείνη την εποχή; Υπήρξαν κοινές δραστηριότητες;

Ήμουν πολύ εξοικειωμένος όσον αφορά στη συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτεαπό προηγούμενες θέσεις στη Νέα Υόρκη και στην Άγκυρα. Ο διευθυντής του ινστιτούτου στη Λευκωσία εκείνη την εποχή ήταν ο Gerhard Blümlein και όλα αυτά τα χρόνια είχαμε μια πολύ καλή και φιλική «γραμμή» (σχέση) μεταξύ μας, η οποία αφορούσε στην αμοιβαία ενημέρωση για πολιτιστικά προγράμματα αλλά και την διεξαγωγή τους. Όσο ήμουν στο Υπουργείο Εξωτερικών, πάντα σεβόμουν την αυτονομία του Ινστιτούτου Γκαίτεκαι όταν άλλαξα μεριά αγωνίστηκα για την ανεξαρτησία του ινστιτούτου. Επειδή η απόσταση από τον επίσημο και κρατικό τομέα αυξάνει την αξιοπιστία των δραστηριοτήτων του ινστιτούτου.

Θυμάστε μια ιδιαίτερη εκδήλωση που διοργανώθηκε από το ινστιτούτο εκείνη την εποχή; Ή για να το θέσω με άλλο τρόπο, που ακριβώς εστίαζε το Ινστιτούτο Γκαίτε Κύπρου τότε;

Θυμάμαι κυρίως μια συνεργασία με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου - για παράδειγμα, τον Φόλκερ Γκάισλερ που σκηνοθέτησε τον Πουντίλα του Μπρεχτ– αλλά και λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Το θέμα των εκδηλώσεων επικεντρωνόταν συχνά γύρω από πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Για παράδειγμα, ο Ούβε Τίμμ διάβασε δύο συνεχόμενα βράδια από το μεταφρασμένο στα ελληνικά και αργότερα στα τούρκικα μυθιστόρημά του "Der Mann auf dem Hochrad" (Ο άνδρας πάνω στην ψηλή ρόδα). Το ινστιτούτο βρίσκεται στην πράσινη γραμμή και έτσι ήταν δυνατό να οργανωθούν εκδηλώσεις και για τις δύο κοινότητες.

Στο βιβλίο σας «Mein Zypern oder die Geckos von Bellapais (Η Κύπρος ή οι σαύρεςτου Μπέλλαπαϊς)» περιγράφετε τη ζωή σας στην Κύπρο. Η διαίρεση του νησιού ήταν λιγότερο από δέκα ετών και τα σημεία ελέγχου ήταν ακόμη κλειστά. Ως διπλωμάτης, ωστόσο, μπορούσατε να μετακινηθείτε ελεύθερα στο νησί και να περάσατε τους καλοκαιρινούς μήνες σε ένα σπίτι στη βόρεια ακτή της Λαπήθου. Εκείνη την εποχή η Γερμανία ήταν επίσης μια διαιρεμένη χώρα και το Βερολίνο μια διαιρεμένη πόλη - όπως η Λευκωσία. Πώς νιώθατε για τις δύο διχοτομημένες χώρες τότε;

Η διαίρεση της Κύπρου στη δεκαετία του 1980 ήταν πολύ πιο ερμητική και βάναυση από τη διαίρεση της Γερμανίας. Επίσης πιο μάταιη και χωρίς προοπτικές, διότι σε πολιτικό επίπεδο, με τις μεταξύ τους εχθρικές μητέρες-χώρες Ελλάδα και Τουρκία να βρίσκονται στο παρασκήνιο, δεν σημειώθηκε σχεδόν καμία πρόοδος, η οποία να οδηγούσε σε μια ομοσπονδιακή λύση. Ωστόσο, σε ένα -κάτω από το πολιτικό- επίπεδο, συνέβησαν πολλά: εκείνη την εποχή προσπαθήσαμε να υποστηρίξουμε την «πολιτική των μικρών βημάτων» που υποστηρίχθηκε από τον προαναφερθέντα Λέλλο Δημητριάδη και τον Τουρκοκύπριο ομόλογό του Μουσταφά Ακιντζί. Συγκεκριμένα, αυτό σήμαινε ότι προσπαθήσαμε να ενώσουμε τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους σε μια τρίτη τοποθεσία, για παράδειγμα αρχιτέκτονες, πολεοδόμους, ανθρώπους του θεάτρου. Ένα έργο, θυμάμαι ακόμη, ήταν να δημιουργηθεί μια κοινή εγκατάσταση απομάκρυνσης λυμάτων στη διαιρεμένη Λευκωσία ή να διατηρηθεί το οδικό σύστημα ανοιχτό, ώστε να μπορούν να αποκατασταθούν προηγούμενες συνδέσεις σε περίπτωση ανοίγματος της Πράσινης Γραμμής.

Το 2011-2012 ήρθατε ξανά στο νησί για να ερευνήσετε σχετικά με το βιβλίο σας και το 2018 σας προσκάλεσε το  Ινστιτούτο Γκαίτε σε ένα αναγνωστικό ταξίδι. Τι σας εντυπωσίασε ή σας επιβεβαίωσε ως προς το θέμα της εξέλιξης που έκανε η χώρα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως το τέλος της δεκαετίας του 2010, δηλαδή για χρονικό διάστημα περίπου 35 ετών;

Σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1980, οι αλλαγές ήταν τεράστιες. Εκείνη την εποχή, το νησί, ακόμα και στην ελληνοκυπριακή πλευρά, ήταν ακόμα έντονα προσανατολισμένο στη γεωργία. Ο τουρισμός είχε ξεκινήσει, αλλά γενικά ήταν όλα στα αρχικά στάδια. Οι Ελληνοκύπριοι, κατά τη γνώμη μου, προσπάθησαν να ξεπεράσουν το τεράστιο τραύμα της διαίρεσης εστιάζοντας επιμελώς και επιδέξια στον τουρισμό και στον τραπεζικό τομέα. Το τουρκοκυπριακό μέρος ακολούθησε, αλλά με μεγαλύτερη καθυστέρηση. Τελικά, επωφελήθηκαν και εκεί από το γεγονός, ότι η διαίρεση καταργήθηκε και η ελεύθερη «κυκλοφορία» ήταν δυνατή και πάλι.

Τι εύχεστε στο Ινστιτούτο Γκαίτε Κύπρου για τα επόμενα 60 χρόνια;

Δεν είμαι προφήτης. Είναι δύσκολο να προβλέψω τα επόμενα δέκα χρόνια. Για το κοντινό μέλλον, εύχομαι στο ινστιτούτο να συνεχίσει επιτυχώς την πορεία που επέλεξε, να φέρει δηλαδή κοντά καλλιτέχνες και διανοούμενους και από τις δύο πλευρές. Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να προσκαλέσουμε τη νέα γενιά και των δύο πλευρών του νησιού, οι οποία δεν επιβαρύνεται από τις αναμνήσεις της εισβολής, της λεηλασίας και της αδικίας, σε συναρπαστικά θέματα σχετικά με το μέλλον της Ανατολικής Μεσογείου, ώστε να δημιουργηθεί με αυτόν τον τρόπο ένα νέο αίσθημα συνύπαρξης.